2,2' azino-di(3-ethyl-bernzthiazoline sulfonic acid-6) ABTS 2,2-άζινο δις-(3-αιθυλβενζοθειαζολίνη-6-σουλφονικό οξύ Χρωμογόνο υπόστρωμα που χρησιμοποιείται σε ανοσοενζυμικούς προσδιορισμούς.
2-methyl-4-isothiazolin-3-one ΜΙΤ 2-μεθυλ-2H-ισοθειαζολ-3-όνη H χημική ένωση που συμμετέχει σε χημικές αντιδράσεις με τη βοήθεια ενζύμων.
3-(p-hdroxyphenyl) propionic acid HPPA 3-(π-υδροξυφαινυλο) προπιονικό οξύ Φθορισμογόνο υπόστρωμα που χρησιμοποιείται σε ανοσοενζυμικούς προσδιορισμούς.
3,3',5,5'-tetramethyl-benzindine TMB 3,3’,5,5’-τετραμεθυλοβενζιδίνη Χρωμογόνο υπόστρωμα που χρησιμοποιείται σε ανοσοενζυμικούς προσδιορισμούς.
4-methylumbelliferyl phosphate MUP 4-μεθυλο φωσφορική ουμπελιφαιρόνη Φθορισμογόνο υπόστρωμα που χρησιμοποιείται σε ανοσοενζυμικούς προσδιορισμούς.
4-methylumbelliferyl-β-D-galactopyranoside MUG 4-μεθυλουμπελιφαιρολ-β-D γαλακτοπυρανοζίδιο Φθορισμογόνο υπόστρωμα που χρησιμοποιείται σε ανοσοενζυμικούς προσδιορισμούς.
5-Bromo-5-nitro-1,3-dioxane BND 5-βρωμο-5-νιτρο-1,3-διοξετάνιο Ουσία που χρησιμοποιείται ως πλυστικό διάλυμα στην ELISA.
a-Actinin   α-Ακτινίνη Πρωτείνη που διασυνδέει ινίδια ακτίνης.Βρίσκεται στους Ζ δίσκους των μυϊκων κυττάρων.
Abscess   Aπόστημα Συλλογή πύου που έχει συγκεντρωθεί μέσα σε ιστό λόγω της φλεγμονώδους αντίδρασης σε μια μικροβιακή μόλυνση ή σε είσοδο ξένου σώματος.
Abstinence   Αποχή  Αποχή από σεξουαλική δραστηριότητα.
Abzyme   Ανοσοένζυμο Μονοκλωνικό αντίσωμα με ιδιότητες καταλύτη που υδρολεύει το DNA, ανευρίσκεται σε ασθενείς που πάσχουν από αυτοάνοσα νοσήματα.
Acanthocyte   Ακανθοκύτταρο Eρυθροκύτταρο ανώμαλης μορφολογίας ακανθοειδούς μορφής που δημιουργούνται από προεκτάσεις του κυτταροπλάσματος.
Accumulation   Συσσώρευση  Ο όρος χρησιμοποιείται στο σπερμοδιάγραμμα για να υποδηλώσει τη μικροσκοπική συγκέντρωση σπερματοζωαρίων ή άλλου κυτταρικού υλικού λόγω τεχνικών αιτιών.
Ace element's   Ιχνοστοιχεία Xημικά στοιχεία τα οποία βρίσκονται σε ελάχιστες ποσότητες στον οργανισμό και παίζουν σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό.
Acetaldehyde   Ακεταλδεΰδη Οργανική χημική ένωση, μια από τις σημαντικότερες αλδεΰδης στη φύση που παράγεται φυσιολογικά από το μεταβολισμό των φυτών.
Acetate   Οξικό (άλας) Άλας, εστέρας ή πολυατομικό ανιόν που ανευρίσκεται σε διάλυμα οξικού οξέος ως παράγωγο του.
Acetoacetic acid   Ακετοξεικό οξύ   Προιόν μεταβολισμού των λιπαρών οξέων που ανήκει στην ομάδα των κετονών και παράγεται από την ακετόνη.
Acetone   Ακετόνη  Προιόν μεταβολισμού της β-οξείδωσης των λιπαρών οξέων, ανήκει στην ομάδα των κετονών.
Acetonuria    Κετονουρία Η έκκριση στα ούρα της περίσσειας κετονικών σωμάτων που αποτελεί ένδειξη ατελούς οξείδωσης των λιπών ή περίσσειας αυτών. 
Acetylcholine ACH Ακετυλοχολίνη Ουσία με νευροδιαβιβαστική δράση που συμμετέχει στη νευροορμονική ρύθμιση του οργανισμού.
Acetylcholine Receptor Antibody AChR Αντίσωμα υποδοχέα ακετυλοχολίνης Αυτοαντισώματα τα οποία εμποδίζουν την δράση της ακετυλοχολίνης μέσω της σύνδεσης τους με τον υποδοχέα της ακετυλοχολίνης.
Achondroplasy   Αχονδροπλασία Κυρίαρχη γενετική διαταραχή που συχνά προκαλείται από τον νανισμό.
Achromatic lenses   Αχρωματικοί φακοί Φακοί που εκπέμπουν φως χωρίς να διαχωρίζουν τα συστατικά των χρωμάτων.Χρησιμοποιούνται για τη διόρθωση της χρωματικής εκτροπής δύο χρωμάτων.
Acid   Οξύ Ουσίας που μπορεί να δώσει πρωτόνιο (H+)
Acid Fast Bacteria AFB Οξεάντοχα βακτήρια Βακτήρια ανθεκτικά στον αποχρωματισμό με οξέα στη διαδικασίας της χρώσης.
Acid phosphatase ACP Όξινη φωσφατάση Ένζυμο που απαντά το αίμα και στο προστατικό υγρό.
Acidic urine   Όξινα ούρα  Τα φυσιολογικά ούρα με pH < 7.
Acrosin   Ακροσίνη  Ένζυμο της κεφαλής των σπερματοζωαρίων, χρησιμοποιείται στην διείσδυση του σπερματοζωαρίου στο ωάριο.
Acrosome   Ακρόσωμα Το τελικό τμήμα της κεφαλής του σπερματοζωαρίου.
Actinobacteria   Ακτινοβακτήρια Ομάδα Gram (+) βακτηρίων νηματοειδούς μορφής.
Activated coagulation time ACT Ενεργοποιημένος χρόνος πήξης Δοκιμασία πήξης του αίματος για να παρατηρήσουμε την επίδραση υψηλών επιπέδων ηπαρίνης πριν, κατά τη διάρκεια και λίγο μετά από χειρουργείο που χρησιμοποιείται ως αντιπηκτική θεραπεία.
Acute   Οξύς Η ταχύτατη ανάπτυξη μιας νόσου.
Acute leukaemia   Οξεία λευχαιμία Μορφή λευχαιμίας όπου τα λευκοκύτταρα κύτταρα παραμένουν ανώριμα.
Acute otitis media    Οξεία μέση ωτίτιδα Η παρουσία υγρού στο μέσο ους.
Acute Pancreatitis   Οξεία παγκρεατίτιδα Κατάσταση αυτοπεψίας του αδένα και ενδεχομένως, των παρακείμενων οργάνων .
Acute tubular necrosis   Οξεία σωληναριακή νέκρωση Νεφρική ανεπάρκεια από σοβαρή υποαιμάτωση, ανοξία, επίδραση τοξικού παράγοντα ή απόφραξη και χαρακτηρίζεται από βλάβη των νεφρικών σωληναρίων και καθημερινή αύξηση BUN και κρεατινίνης.
Addison Disease   Νόσος του Addison Σπάνια νόσος που χαρακτηρίζεται από βαθμιαία και προοδευτική ανεπάρκεια των επινεφριδίων και ανεπαρκή παραγωγή στεροειδών ορμονών.
Adenectomy   Αδενεκτομή Χειρουργική αφαίρεση αδένα.
Adenine   Αδενίνη Αζωτούχος βάση (πουρίνη) που συμμετέχει στη δομή των νουκλεοτιδίων των νουκλεϊκών οξέων DNA και RNA. 
Adenocarcinoma   Αδενοκαρκίνωμα Καρκινώματα που προέρχονται από επιθηλιακούς ιστούς.
Adenoma   Αδένωμα Καλοήθης όγκος.
Adhesion molecule CAMs Μόριο προσκόλησης Η προσκόλληση κυττάρων, τόσο μεταξύ τους, όσο και με εξωκυττάρια ουσία που παρεμβαίνει και διαμεσολαβεί στην εξέλιξη βιολογικών φαινομένων όπως είναι η εμβρυογέννηση, η ογκογέννεση, η φλεγμονή, η επούλωση τραύματος, η θρόμβωση κ.ο.κ
Adipose   Λιπώδης Ιστός ή οτιδήποτε άλλο που περιέχει λίπος.
Adjuvant     Ανοσοενισχυτικό Χημική ουσία ενίσχυσης της ανοσιακής απάντησης
Adnormal forms   Παθολογικές μορφές Ανώμαλες μορφές κυττάρων στο μικροσκόπιο.
Adrena glands   Eπινεφρίδια Τριγωνικοί αδένες που βρίσκονται πάνω από τα νεφρά. Κύρια λειτουργία τους η παραγωγή ορμονών.
Adrenocorticotropic hormone ACTH Αδρενοκορτικοτρόπος ορμόνη Ορμόνη, πεπτιδικής φύσης που παράγεται από τα κορτικοτρόπα κύτταρα του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης και διεγείρει την μετατροπή της χοληστερίνης σε πρεγνενολόνη.
Agar   Άγαρ Θρεπτικό υλικό που χρησιμοποιείται στις καλλιέργειες.
Agglutination   Συγκόλληση  Η συγκόλληση των κεφαλών των σπερματοζωαρίων λόγω της παρουρίας αντισπερματικών αντισωμάτων.
Agglutinogen   Συγκολλητινογόνο Αντιγόνο το οποίο ενεργοποιεί την παραγωγή μιας συγκεκριμένης συγκολλητίνης όπως αντίσωμα.
a-Ketoglutaric acid Α-KG α-κετογλουταρικό οξύ Ένα από τα δύο παράγωγα κετόνης του γλουταρικού οξέος.
Alanine Ala Αλανίνη Μη πολικό, α-αμινοξύ το L-ισομερές του οποίου ανήκει στα 20 αμινοξέα που κωδικοποιούνται από το γενετικό κώδικα.
Albinism   Αλφισμός  Εκ γενετής πάθηση με κύρια συνέπεια λευκό χρώμα στο δέρμα και στις τρίχες των μαλλιών και του σώματος και ρόδινη ίριδα ματιών.
Albuminuria    Αλβουμινουρία Η παρουσία ανιχνεύσιμων ποσών αλβουμίνης στα ούρα.
Alcoholism    Αλκοολισμός  Εθισμός στο αλκοόλ που μπορει να οδηγήσει σε πολλές παθολογικές καταστάσεις. 
Aldosterone   Αλδοστερόνη Ορμόνη που εκκρίνεται από τον φλοιό των επινεφριδίων, με μεγάλη σημασία για τον έλεγχο της πίεσης του αίματος και των συγκεντρώσεων του νατρίου και του καλίου στον οργανισμό.
Alexander disease   Νόσος του Alexander Αυτοσωμική επικρατής διαταραχή του ΚΝΣ προκαλείται από μετάλλαξη του γονιδίου της πρωτείνης GFAP στην χρωμοσωματική θέση 17q21.
Aliquot   Κλάσμα Τμήμα συνολικού ποσού διαλύματος.
Alkaline Phospatase  ALP Αλκαλική φωσφατάση Οστικό ένζυμο
Alkaline Phospatase  ALP Αλκαλική φωσφατάση Ένζυμο μεταφοράς φωσφορικής ομάδας, χρησιμοποιείται ως ιχνηθέτης σε ανοσοενζυμικούς προσδιορισμούς.
Alkaline urine   Αλκαλικά ούρα  Τα ούρα που έχουν pH > 7, συνήθως λόγω λοίμωξης.
Allele   Αλλήλιο ή αλληλόμορφο Οι εναλλακτικές μορφές ενός γονιδίου ή γενετικού δείκτη.
Allergen   Αλλεργιογόνο Αντιγόνο ικανό να προκαλέσει υπερευαισθησία τύπου Ι μεσω ανοσοσφαιρινών.
Allergy   Αλλεργία Η υπερβολική ευαισθησία του οργανισμού απέναντι σε ορισμένες ουσίες (γύρη, σκόνη, τρόφιμα κ.λ.π)
Alloantigen   Αλλοαντιγόνο Αντιγόνα που καθορίζουν γενετικά και διαφέρουν στα διάφορα άτομα του ίδιου είφους
Allograft   Μόσχευμα Όργανο ή ιστός που μεταμοσχεύεται από ένα άτομο σε ένα άλλο του ίδιου είδους με διαφορετικό γονότυπο.
Alloimmunization    Αλλοανοσοποίηση Ο σχηματισμός αντισωμάτων έναντιον ξένων αντιγόνων (αλλοαντιγόνων).
Alpha-Fetal Protein AFP α-εμβρυϊκή πρωτεΐνη Η κύρια πρωτεΐνη του πλάσματος κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη.
Alternative complement pathway   Εναλλακτική οδός του συμπληρώματος Το σύστημα της εναλλακτικής οδού του συμπληρώματος είναι ένα έμφυτο στοιχείο της φυσικής άμυνας του ανοσοποιητικού συστήματος έναντι των  λοιμώξεων.
Alzheimer   Αλτσχάιμερ Προοδευτική, εκφυλιστική πάθηση που προσβάλλει τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου (νευρώνες), με αποτέλεσμα την απώλεια της μνήμης, της σκέψης και των γλωσσικών δεξιοτήτων, καθώς και αλλαγές στη συμπεριφορά.
Alzheimer   Αλτσχάιμερ Προοδευτική, εκφυλιστική πάθηση που προσβάλλει τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου (νευρώνες), με αποτέλεσμα την απώλεια της μνήμης, της σκέψης και των γλωσσικών δεξιοτήτων, καθώς και αλλαγές στη συμπεριφορά.
Ambumin ALB Αλβουμίνη ή Λευκωματίνη Η κύρια πρωτείνη του αίματος που χρησιμεύει ως μεταφορέας άλλων ουσιών.
Amfolytes   Αμφολύτες Ομάδα αντισηπτικών
Amide   Αμίδιο Μόριο που περιέχει μια καρβονιλομάδα συνδεδεμένη με μια αμίνη.
Aminoglycosides   Αμινογλυκοσίδες Βακτηριοκτόνο αντιβιοτικό.
Aminuria   Αμινουρία Απέκκριση αμινών στα ούρα.
Ammonia NH3 Αμμωνία Χημική ένωση αζώτου και υδρογόνου, με χημικό τύπο NH3.
Ammonuria   Αμμωνιουρία  Κατάσταση κατά την οποία απεκκρίνεται μεγάλη ποσότητα αμμωνίας στα ούρα.
Amorphous urates   Άμορφα φωσφορικά άλατα Άλατα που εμφανίζονται σε αλκαλικά ούρα.
Amputation   Ακρωτηριασμός Η ιατρογενής (χειρουργική) αποκοπή ενός μέλους ή τμήματος του μέλους του σώματος από το υπόλοιπο σώμα.
Amylase   Αμυλάση Ένζυμο που καταλύει την υδρόλυση του αμύλου προς υδατάνθρακες.
Amyloidosis   Αμυλοείδωση  Σπάνια ασθένεια που εμφανίζεται όταν οι πρωτεΐνες που ονομάζονται ινίδια αμυλοειδούς συγκεντρώνονται στα όργανα.
Anaerobe   Αναερόβιος Μικροοργανισμός που δεν μπορεί να ζήσει σε περιβάλλον με οξυγόνο.
Anaphylaxis   Αναφυλαξία Σοβαρή αλλεργική αντίδραση που μπορεί να προκαλέσει θάνατο.
Anaplastic cancer   Αναπλαστικός καρκίνος  Είδος καρκίνου του θυρεοειδούς αδένα.
Androsterone   Ανδροστερόνη Ορμόνη που ανήκει στη κατηγορία των ανδρογόνων.
Anemia   Αναιμία Μείωση του αριθμού των ερυθροκυττάρων του αίματος ή του αιματοκρίτη ή της αιμοσφαιρίνης ή ο συνδυασμός τους.
Anemic   Αναιμικός Η αναιμία είναι μία μείωση στον αριθμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή η ύπαρξη μικρότερης από την κανονική ποσότητα της αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Άτομο που παρουσιάζει αυτή τη μείωση λέγεται αναιμικός.
Aneurysm   Ανεύρυσμα Διόγκωση γεμάτη με αίμα στο τοίχωμα αιμοφόρου αγγείου.
Angelman syndrome   Σύνδρομο  Angelman Nευρο-γενετική διαταραχη οφείλεται σε μετάλλαξη του χρωμοσώματος 15 - χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική και αναπτυξιακή αναπηρία.
Angina   Στηθάγχη Έντονος πόνος στο στήθος που προκαλείται από ισχαιμία του μυοκαρδίου.
Angiotensin conrventing enzyme inhibition ACE inhibitor Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης Φάρμακο το οποίο προκαλεί διαστολή των αιμοφόρων αγγείων και οδηγεί στην μείωση της αρτηριακής πίεσης.
Anhedonia   Aνηδονία Ανικανότητα του ατόμου να βιώσει ευχαρίστηση από δραστηριότητες που συνήθως προκαλούν ευχαρίστηση.
Anions   Ανιόντα Τα φορτισμένα αρνητικά ιόντα.
Anisocytosis   Ανισοκυττάρωση Το φαινόμενο κατά το οποίο τα ερυθροκύτταρα είναι άνισα σε μέγεθος.
Ankylosing spondylitis AS Αγκυλοποιητίνη σπονδυλοαρθρίτιδα Χρόνια φλεγμονώδης ρευματική νόσος που προσβάλλει τις αρθρώσεις ανάμεσα στους σπονδύλους.
Anomalous killer cells AK-cells Ανώμαλα κυτταροκτόνα κύτταρα Τ-κύτταρα και Τ-κυτταρικοί κλώνοι που αποκτούν κυτταροκτόνο δράση
Anstistreptolysin-O ASO Αντιστρεπτολυσίνη-Ο Αντίσωμα που αναστέλλει την αιμολυτική δράση της πρωτεϊνης στρεπτολυσίνη-ο, η οποία παράγεται σπό τους β-αιμολυτιούς στρεπτοκόκκους της ομάδας Α.
Antacid   Αντιόξινο Χάπια ή σκευάσματα επιφέρουν αίσθηση ανακούφισης μετά τα γεύματα.
Anti Centriole Antibody ACA Aντικεντρομεριδιακό αντίσωμα Είδος αντισώματος ΑΝΑ
Anti Reticulin Antibodies ARA Aντισώματα κατά της ρετικουλίνης Αυτοαντισώματα που προκαλούν την αυτοάνοση νόσο του Crest
Anti-Actin IgA F-actin IgA αντισώματα αντί της ακτίνης Αντισώματα των οποίων η εμφάνιση συνεπάγεται αυξημένη εντερική βλάβη.
Anti-beta2-glycoprotein 1 AB2GP Αντισώματα βήτα2-γλυκοπρωτεΐνης1 Αυτοαντίσωμα, ένα από τα τρία πρωτεύοντα αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα.
Antibiogram   Αντιβιόγραμμα Εργαστηριακή δοκιμή για την ευαισθησία ενός μεμονωμένου βακτηριακού στελέχους σε διάφορα αντιβιοτικά.
Antibiotic   Αντιβιοτικό Φάρμακο για την αντιμετώπιση μικροοργανισμών.
Antibiotic resistance   Ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά Κατάσταση όπου ένα βακτήρο είναι λιγότερο ευαίσθητο σε ένα συγκεκριμένο αντιβιοτικό.
Antibody  Ab Αντίσωμα Πρωτείνη αναγνώρισης αντιγόνου, παράγεται κατά την είσοδο ξένου πρωτεινικού μορίου στον οργανισμό.
Antibody Binding Capacity  ABC Χωρητικότητα σύνδεσης αντισώματος Μονάδα μέτρησης ποσοτικού φθορισμού στην κυτταρομετρία.
Antibody ή Ab Ab Αντίσωμα Πρωτείνη αναγνώρισης αντιγόνου.
anti-Cardiolipid  aCL Αντισώματα κατά της καρδιολιπίνης  
Antidiuretic hormone ADH Αντιδιουρητική ορμόνη ή βαζοπρεσσίνη Ορμόνη εννέα αμινοξέων που επιδρά στα ουροφόρα σωληνάρια αυξάνοντας τη διαπερατότητά τους προς διάφορες ουσίες.
Antierum   Αντιορός Μέθοδος τεχνητής παθητικής ανοσίας με τη χορήγηση έτοιμων αντισωμάτων έναντι συγκεκριμένης νόσου που προέρχονται από άνθρωπο ή ζώο που έχει έρθει σε επαφή με το αντίστοιχο αντιγόνο.
Antigen  Ag Αντιγόνο Πρωτείνη που προκαλεί ανοσιακή απάντηση.
Antigen Presenting Cells  APC Κύτταρα παρουσίασης αντιγόνων Τα κύτταρα του ανοσιακού συστήματος που παρουσιάζουν τα αντιγόνα στα αντισώματα.
Antiglobulin test Coomb's test Εξέταση αντισφαιρίνης Ανοσολογική αντίδραση αντισφαιρινικού ορού.
Antihistamine   Αντιϊσταμινικά Φάρμακα που μπλοκάρουν την δράση της ισταμίνης και περιορίζουν τα αλλεργικά συμπτώματα.
Antimicrobial susceptibility testing   Αντιβιόγραμμα Αποτέλεσμα εργαστηριακών δοκιμών προσδιορισμού της ευαισθησίας ενός απομονωμένου μικροοργανισμού.
AntiMitochondrial Antibodies  AMA Αντιμιτοχονδριακά αντισώματα Αυτοαντισώματα που προσδιορίζονται στον ορό ασθενών που πάσχουν από κοιλιοκάκη.
Antimitochondrial Antibody  ΑΜΑ Αντιμιτοχονδρικά Αντισώματα Αντισώματα τάξης IgM των οποίων οι υψηλοί τίτλοι αυτών εντοπίζονται σε πάσχοντες με PBC χωρίς όμως να σχετίζονται με τη σοβαρότητα της νόσου.
Anti-mullerian   Αντιμυλλεριανή ορμόνη Ορμόνη του αναπαραγωγικού συστήματος.
Antineutrophil Cytoplasmic Antibodies  ANCA Αντισώματα κατά των κυτταροπλασματικών αντιγόνων των ουδετεροφίλων
AntiNuclear Antibodies  ANA Αντιπυρηνικά αντισώματα Αντισώματα έναντι αντιγόνων του πυρήνα των κυττάρων.
AntiPhosphoLipid antibodies  aPL Αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα  
Antiphospholipid syndrome APS Αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο Αυτοάνοση, υπερπηκτική κατάσταση που προκαλείται από αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα.
Antiretroviral drugs   Αντιϊκά φάρμακα Αντιρετροϊκά φάρμακα Φάρμακα που στρέφονται εναντίον του RNA.
Antisepsis   Αντισηψία H απομάκρυνση μικροοργανισμών από το δέρμα με ήπια χημικά μέσα.
Antiseptic   Αντισηπτικό Χημική ουσία που απομακρύνει μικροοργανισμούς από το δέρμα με ήπια μέσα.
Antiserum   Αντιορός Μέθοδος τεχνητής παθητικής ανοσίας με τη χορήγηση έτοιμων αντισωμάτων έναντι συγκεκριμένης νόσου που προέρχονται από άνθρωπο ή ζώο που έχει έρθει σε επαφή με το αντίστοιχο αντιγόνο.
Antistamines   Aντισταμινικά  Φάρμακα για την θεραπεία αλλεργικών παθήσεων.
Antithrombin   Αντιθρομβίνη Μικρά γλυκοπρωτεϊνικά μόρια που απενεργοποιούν πολλά ένζυμα του συστήματος πήξης και όχι μόνο τη θρομβίνη.
Anti-ThyreoGlobulin  anti-TG Αντιθυρεοσφαιρίνη  
Anti-thyroid peroxidase  Anti-TPO Αντισώματα έναντι της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης Κύρια αντιθυρεοειδικά αντισώματα, οι αναλύσεις των οποίων μπορούν να προβλέψουν αρχόμενη υπολειτουργία του αδένα και χρησιμοποιούνται για τη διαπίστωση της θυρεοειδίτιδας Hashimoto και της ασθένειας Graves. 
Antitreptolysin-O ASO Αντιστρεπτολυσίνη-Ο Αντίσωμα που αναστέλλει την αιμολυτική δράση της πρωτεϊνης στρεπτολυσίνης Ο, η οποία παράγεται σπό τους β-αιμολυτικούς στρεπτοκόκκους της ομάδας Α.
Anuria   Ανουρία Παραγωγή ούρων σε ποσότητα μικρότερη από 50 ml ανά 24ωρο.
Anxiety     Άγχος  Είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα που εμφανίζεται όταν το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με μία δύσκολη κατάσταση  
APH50 APH50 Εναλλακτικό αιμολυτικό συμπλήρωμα Προσδιορισμός αιμολυτικού συμπληρώματος για την εναλλακτική οδό
Apochromatic lenses APO Αποχρωματικός φακός Φακός που περιορίζει τα αποτελέσματα της χρωματικής και σφαιρικής εκτροπής.
Apolipoprotein B Apo B Απολιπoπρωτεΐνη Β Οι πρωτογενείς απολιποπρωτεΐνες των χυλομικρών και των λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας.
Apolipoprotein E ApoE Απολιποπρωτεΐνη Ε Είναι μια γλυκοπρωτείνη του ορού αποτελούμενη από 299 κατάλοιπα αμινοξέων.
Aponeurosis   Απονεύρωση Τενοντώδεις προεκτάσεις με κύριο ρόλο την συγκράτηση του μυ στα τμήματα τα οποία κινεί.
Apoptosis   Απόπτωση Κυτταρική διεργασία του κυττάρου με σκοπό τον προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο.
Apparatus   Συσκευή Κατασκευή, συνήθως από σύνολο συνδεόμενων οργάνων, που επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία.
Appendix   Σκωληκοειδής απόφυση Μικρός κινητός σωληνίσκος, τμήμα του παχέους εντέρου.
Arm (microscope)+A384   Βραχίονας Μέρος του μικροσκοπίου το οποίο συνδέει την βάση του μικροσκοπίου με τον σωλήνα που κρατάει τους προσοφθάλμιους φακούς.
Arrhythmia   Αρρυθμία Διαταραχή της φυσιολογικής λειτουργίας ενός οργανικού συστήματος, συνήθως της καρδιακής.
Arsenic As Αρσενικό Χημικό στοιχείο
Artery   Αρτηρία Αγγείο του οργανισμού που μεταφέρει οξυγονωμένο αίμα από την καρδιά προς τα υπόλοιπα όργανα.
Arthritis   Αρθρίτιδα Φλεγμονή σε μια άρθρωση.
Arthropod   Αρθρόποδο Ασπόνδυλο ζώο που έχει εξωσκελετό, ένα κατακερματισμένο σώμα  και συνενωμένες αποφύσεις, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα έντομα, τα αραχνοειδή, τα μυριάποδα και τα μαλακόστρακα.
Arthropod-borne virus Arbovirus Αρβοϊός Ομάδα ιών που μεταδίδονται από αρθρόποδα-φορείς.
Ascites   Ασκίτης  Παθολογική συσσώρευση υγρών μέσα στην περιτοναϊκή κοιλότητα.
Ascorbic acid   Ασκορβικό οξύ  Άλλη ονομασία για τη βιταμίνη C.
Aspartate Aminotransfearase AST Ασπαρτική Αμινοτρανφεράση Ένζυμο που βρίσκεται κυρίως στην καρδία, το ήπαρ και τους μύες.
Aspergillosis   Ασπεργίλλωση Λοίμωξη που προκαλείται από τους μύκητες του γένους Aspergillus.
Aspermia   Ασπερμία Η παντελής έλλειψη σπέρματος.
Aspirin ASA Ασπιρίνη (ή ακετυλοσαλικυλικό οξύ) Ένα σαλικυλικό φάρμακο το οποίο συχνά χρησιμοποιείται ως αναλγιτικό, ως αντιπυρετικό και ως αντιφλεγμονώδες.
Assisted reproduction   Υποβοηθούμενη αναπαραγωγή Τεχνική που σκοπό έχει την επίτευξη κύησης π.χ. Ενδομητρική σπερματέγχυση ή Εξωσωματική Γονιμοποίηση.
Asthenospermia   Ασθενοσπερμία Η μείωση της κινητικότητας και του αριθμού των σπερματοζωαρίων.
Asthma   Άσθμα Χρόνια φλεγμονώδης πάθηση που χαρακτηρίζεται από αναστρέψιμες ή τουλάχιστον μερικώς αναστρέψιμες στενώσεις των βρόγχων των πνευμόνων.
Astrocytes   Αστροκύτταρα Στηρικτικά κύτταρα του νευρικού συστήματος. 
Asymptomatic   Ασυμπτωματικός Αυτός που είναι ασθενής, αλλά δεν εκδηλώνει συμπτώματα της ασθένειας.
Ataxia Telangiectasia A-T Αταξία Tελαγγειεκτασία Γενετικό νόσημα, που χαρακτηρίζεται από τελαγγειεκτασίες (ευρυαγγείες) των οφθαλμών και του δέρματος, παρεγκεφαλίτιδα και ανοσολογική ανεπάρκεια.
Atherogenesis   Αθηρογένεση Σχηματιζόμενες πλάκες  στα εσωτερικά τοιχώματα των αρτηριών, περιορίζουν τη ροή  του αίματος οδηγόντας σε καρδιακή νόσο.
Atherosclerosis    Αρτηριοσκλήρυνση  Εκφυλιστική πάθηση των μεγάλου και μεσαίου μεγέθους αρτηριών.
Atrial Fibrillation AF Κολπική Μαρμαρυγή Μορφή καρδιακής αρρυθμίας η οποία απαιτεί φαρμακευτική αγωγή και νοσοκομειακή υποστήριξη.
Atrophy   Ατροφία Συρρίκνωση οργάνου ή μέλους του σώματος.
Autoantibodies   Αυτοαντισώματα Αντισώματα που στρέφονται εναντίον του ίδιου του σώματος και όχι ξένων μορίων.
Autoclave   Αυτόκαυστο Αυτόματη συσκευή που κάνει αποστείρωση με τη χρήση υψηλής θερμοκρασίας και ατμού.
Autoimmune disease   Αυτοάνοσο νόσημα Νόσημα το οποίο προκαλείται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα λανθασμένα επιτίθεται εναντίον του ίδιου του οργανισμού του, στοχεύοντας κύτταρα, ιστούς και όργανα.
Automatic pipets   Αυτόματες πιπέττες Σιφώνεια δηλαδή όργανα που χρησιμεύουν για τη μεταφορά διαλύμάτων και δουλεύουν με μηχανικό ή ηλεκτρικό τρόπο.
Automatic pipettor   Αυτόματος διανομέας Γυάλινες φιάλες που διαθέτουν αυτόματη συσκευή διανομή μέρους του διαλύματος που περιέχουν.
Autosomal chromosomes   Αυτοσωματικά χρωμοσώματα Χρωμοσώματα που είναι μορφολογικά ίδια και στα δύο φύλα.
Avidin   Αβιδίνη  
Axial Tomography AT Αξονική τομογραφία Ακτινολογική μέθοδος με την οποία είναι δυνατή η απεικόνιση ολόκληρου του σώματος σε κάθετες τομές χρησιμοποιώντας την ακτινοβολία X.
Azoospermia   Αζωοσπερμία Η απουσία σπερματοζωαρίων στο σπέρμα.

 

 

Τελευταία ενημέρωσηΚυριακή Σεπτεμβρίου 06, 2015