B - type natriuretic peptide | BNP | Β-τύπου νατριουρητικό πεπτίδιο | Ορμόνη που συντονίζει την καρδιακή λειτουργία με τα αιμοφόρα αγγεία και τα νεφρά. |
Babesiosis | Μπαμπεσίωση | Μία σπάνια, συνήθως αυτο-περιοριζόμενη νόσος που προκαλείται από ένα ενδοερυθροκυτταρικό πρωτόζωο, το Babesia microti και ίσως και άλλα είδη Babesia. | |
Babesiosis | Πιροπλάσμωση | Νόσος που προκαλείται από ένα ενδοερυθροκυτταρικό πρωτόζωο,το Babesia. | |
Bacillus anthracis | Βάκιλος του άνθρακα | Ανθεκτικό βακτήριο που προκαλεί την λοίμωξη του άνθρακα. | |
Bacitracines | BAC | Βακτηριοσίνες | Αντιγόνα που παράγονται από τους γαλακτοβάκιλλους. |
Bacteremia | Βακτηριαιμία | Ανεύρεση βακτηριδίων στη κυκλοφορία του αίματος. | |
Bacterial permeability increasing protein | BPI | Αύξηση της πρωτεΐνης σε βακτηριακή διαπερατότητα | Ενδογενής αναστολέας των λιποπολυσακχαριτών |
Bacterial spores | Βακτηριακοί σπόροι | Ανθεκτική κυτταρική μορφή βακτηρίων που σχηματίζεται με σκοπό να αντέξουν σε ακραίες θερμοκρασίες, ψύχος ή αφυδάτωση και μπορεί να παραμείνουν βιώσιμα για δεκαετίες. | |
Bacterial vaginosis | BV | Βακτηριακή κολπίτιδα | Λοίμωξη του κόλπου που οφείλεται σε βακτήρια και ιδιαίτερα στη Gardnerella vaginalis. |
Bacterium/Bacteria | Βακτήρια | Ευκαριωτικοί μικροοργανισμοί παθογόνοι ή μη. | |
Bacteriuria | Βακτηριουρία | Η εμφάνιση σημαντικού αριθμού βακτηρίων στα ούρα. | |
Balanus | Βάλανος | Το τελικό τμήμα του ανδρικού πέους. | |
Basal cell carcinoma | Βασικό κυτταρικό καρκίνωμα | Ο πιο συχνός λιγότερο επιθετικός καρκίνος του δέρματος αφού αποτελεί το 80% των καρκίνων του δέρματος, το οποίο δεν είναι μελάνωμα. | |
Base | Βάση | Ουσία που μπορούν να δεχθεί πρωτόνιο (H+). | |
Base (microscope) | Βάση | Το κάτω μέρος του μικροσκοπίου που περιέχει και την λάμπα. | |
Basophilia | Βασεοφιλία | Παθολογική κατάσταση κατά την οποία αυξάνονται τα βασεόφιλα κοκκιοκύταρα του αίματος. | |
Beaker | Ποτήρι ζέσεως | Γυάλινο ποτήρι με στόμιο που διαθέτει διαβαθμίσεις και που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ή θέρμανση υγρών. | |
Bell′s palsy | Παράλυση του Bell | Ετερόπλευρη παράλυση του προσώπου αιφνίδιας έναρξης. | |
Bence Jones protein | Πρωτεΐνη Bence jones | Οι ελαφρές αλυσίδες κ και λ των ανοσοσφαιρινών που ανευρίσκονται στα ούρα και παράγονται από νεοπλασματικά πλασματοκύτταρα. | |
Benzene | PhH | Βενζόλιο | Οργανική καρκινογόνος ένωση με μοριακό τύπο C6H6 |
Beta blockers | Β-αναστολείς | Κατηγορία φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για διάφορες ενδείξεις, αλλά κυρίως για τη διαχείριση των καρδιακών αρρυθμιών, μετά από καρδιακή προσβολή και για την υπέρταση. | |
Beta2-microglobulin | BMG | Β2-μικροσφαιρίνη | Είναι η ελαφριά ή β-αλυσίδα του ανθρώπινου λευκοκυτταρικού αντιγόνου. |
Beta-cells | Β-cells | Βήτα κύτταρα παγκρέατος | Κύτταρα του παγκρείατος που αποθηκεύουν και εκκρίνουν ινσουλίνη ρυθμίζοντας τα επίπεδα της γλυκόζης |
Beta-glucuronidase | β-γλυκουρονιδάση | Λυσοσωματικό ένζυμο απαραίτητο για τον καταβολισμό σχεδόν όλων των βλεννοπολυσακχαριδίων. | |
beta-Hydroxybutyric acid | β-υδροξυβουτυρικό οξύ | Προιόν μεταβολισμού των λιπαρών οξέων. Ανήκει στην ομάδα των κετονών. | |
b-Galactosidase | β-GAL | β-γαλακτοσιδάση | Ένζυμο που χρησιμοποιείται ως ιχνηθέτης σε ανοσοενζυμικούς προσδιορισμούς. |
Bicarbonate | HCO3- | Διττανθρακικό | Xημική ουσία (ρυθμιστικό διάλυμα) η οποία κρατά το pH του αίματος σταθερό χωρίς να γίνεται πάρα πολύ όξινο ή βασικό. |
Bile | Χολή | Πρασινοκίτρινο υγρό που παράγεται από το ήπαρ (σηκώτι) και χρησιμεύει για την χώνεψη λιπαρών τροφών. | |
Bile Duct Cancer | Χολαγγειοκαρκίνωμα | Μορφή καρκίνου η οποία προκύπτει από μεταλλαγμένα επιθηλιακά κύτταρα των χοληφόρων αγγείων. | |
Bile pigment | Χολοχρωστικές | Ουσίες που δίνουν χρώμα στη χολή και παράγονται κατά τον καταβολισμό της αιμοσφαιρίνης. | |
Bilirubin | DBL | Χολερυθρίνη | Παράγεται από τον καταβολισμό της αιμοσφαιρίνης και διακρίνεται ανάλογα με το που βρίσκεται σε άμεση και έμμεση. |
Bioassay | Βιοδοκιμασία | Μέτρηση των επιπτώσεων μιας ουσίας σε ζωντανό οργανισμό | |
Bioburden | Βιολογικό φορτίο | Ο αριθμός των μικροβίων που βρίσκεται σε ένα βιολογικό ή άλλο υλικό. | |
Biofilm | Βιοφίλμ | Ένας λεπτός βλεννογόνος υμένας απο βακτήρια, μύκητες, φύκη που δημιουργείται οπουδήποτε υπάρχουν υγρές επιφάνειες. | |
Biohazard | BIOHAZ | Βιολογικός κίνδυνος | Βιολογικές ουσίες που αποτελούν απειλή για την υγεία των ζωντανων οργανισμών και ειδικά του ανθρώπου. |
Biological indicator ή biomarker | Βιολογικός δείκτης ή βιοδείκτης | Χημική ουσία που μπορεί να ανιχνευτεί ή και να μετρηθεί σε βιοχημικό και κυτταρικό επίπεδο και σχετίζεται με κάποια νόσο. | |
Biopsy | Βιοψία | Αφαίρεση ενός δείγματος ιστού από τον οργανισμό με σκοπό την ιστολογική εξέταση. | |
Bioremediation | Bιοαποκατάσταση | Η χρήση του μεταβολισμού των μικροοργανισμών για να απομακρύνουν ρύπους. | |
Biosynthesis | Βιοσύνθεση | Σχηματισμός χημικών ενώσεων από τη δράση των ζωντανών οργανισμών. | |
Biotin | Βιοτίνη | Μικρό οργανικό μόριο που χρησιμοποιείται ως γέφυρα μεταξύ ενζύμων και αντισωμάτων. | |
Bipolar disorder | Διπολική διαταραχή | Ψυχιατρική ασθένεια που χαρακτηρίζεται από δυο συναισθηματικές διαταραχές, τη μανία και την κατάθλιψη. | |
Biuret | Προχοίδα | Γυάλινο σκεύος για τον προσδιορισμό του όγκου υγρών κατά την διαδικασία της ογκομέτρησης. | |
Bladder | Ουροδόχος κύστη | Ανατομικός κοίλος σχηματισμός του σώματος για συγκέντρωση των ούρων. | |
Bladder | Κύστη | Υμενώδης θύλακας του σώματος, όπου συγκεντρώνεται κάποιο οργανικό υγρό. | |
Blastocyte | Βλαστοκύτταρο | Αδιαφοροποίητο εμβρυικό κύτταρο. | |
Bleeding disorders | Αιμορραγικές διαταραχές | Πρόβλημα υγείας το οποίο καθιστά δύσκολο για ένα άτομο να σταματήσει η αιμορραγία. | |
Blood | Αίμα | Ο υγρός ιστός μεταφοράς οξυγόνου, αερίων και θρεπτικών συστατικών στον οργανισμό. | |
Blood banking | Τράπεζα αίματος | Συλλογή αίματος ή των συστατικών του για μετέπειτα χρήση όπου είναι απαραίτητο. | |
Blood Compatibility | Συμβατότητα | Το ταίριασμα των ομάδων αίματος μεταξύ δοτών και ληπτών για επιτυχή μετάγγιση. | |
Blood components | Συστατικά του αίματος | Συστατικά του αίματος όπως τα ερυθρά και τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια. | |
Blood dialysis | Αιμοκάθαρση | Διαδικασία αντικατάστασης του πλάσματος και των έμμορφων στοιχείων του λόγω της παρουσίας μη ανστρέψιμης παθολογικής κατάστασης. | |
Blood drawn | Αιμοληψία | Φλεβική ή τριχοειδική παρακέντηση με σκοπό την λήψη αίματος. | |
Blood letting | Αφαίμαξη | Αφαίρεση ποσότητας αίματος από φλέβα. | |
Blood pressure | BP | Αρτηριακή πίεση | H πίεση που εξασκεί το αίμα καθώς κυκλοφορεί, στα τοιχώματα των αγγείων. |
Blood smear | Επίχρισμα αίματος | Λεπτό στρώμα αίματος που απλώνεται στη αντικειμενοφόρο πλάκα για μικροσκοπική εξέταση. | |
Blood sugar | Γλυκόζη αίματος | Τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. | |
Blood Urea Nitrogen | BUN | Άζωτο Ουρίας Αίματος | Δοκιμή μέτρησης της ποσότητας αζώτου στο αίμα με την μορφή ουρίας και μέτρηση της νεφρικής λειτουργίας |
Blood-borne infection | Αιματογενής μόλυνση | Λοίμωξη που μεταδίδεται μέσω του αίματος. | |
Bloodstream | κυκλοφορία του αίματος | Η ροή του αίματος μέσα στα αγγεία ενός ζωντανού οργανισμού. | |
Bloom Syndrome | Σύνδρομο Bloom | Ασθένεια που αποδίσεται σε πρωτείνη που κωδικοποιείται από το γονίδιο BLM. | |
Blow-out | Άδειασμα | Απόρριψη του συνόλου της ποσότητας στο ρύγχος της πιπέτας (πάτημα κουμπιού μέχρι τη δεύτερη στάση) | |
Body mass index | BMI | Δείκτης Μάζας Σώματος | Ο λόγος βάρος/ύψος^2 με μονάδες μέτρησης Kg m^2 |
Bone formation | Οστικός σχηματισμός | Η αναδημιουργία του οστού που γίνεται από τους οστεοβλάστες. | |
Bone loss | Οστική απώλεια | Μείωση της οστικής πυκνότητας σε ένα οστό με σύνηθες επακόλουθο την οστεοπόρωση. | |
Bone marker | Οστικός δείκτης | Εργαστηριακές εξετάσεις που προσδιορίζουν προϊόντα του οστικού μεταβολισμού. | |
Bone marrow | Μυελός των οστών | Ρευστός ιστός που βρίσκεται μέσα στα οστά του σώματος και κυρίως στα οστά της λεκάνης και του στέρνου. | |
Bone minerall density | BMD | Οστική πυκνότητα | Η μάζα του οστού που χρησιμοποιείται ως δείκτης για τον κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών. |
Bone resorption | Οστική απορρόφηση | Η διάσπαση του οστού από τους οστεοκλάστες που έχει ως αποτέλεσμα την έκλυση μεταλλικών στοιχείων και τη μεταφορά ασβεστίου από το οστό στο αίμα. | |
Bowel colic | Κολικός νεφρού | Οξύς δυνατός πόνος που εμφανίζεται κατά διαστήματα και οφείλεται σε παρεμβολή εμποδίου κόλον του παχέως εντέρου λόγω φράξεώς του και την κατακράτηση κοπράνων. | |
Bradycardia | Βραχυκαρδία | Αργός καρδιακός ρυθμός (<60 παλμούς/sec) | |
Brain | Εγκέφαλος | Όργανο που αποτελεί το κέντρο του νευρικού συστήματος. | |
Breast cancer type 1 susceptibility protein | BRCA I | Ευαισθητοποιημένη πρωτείνη καρκίνου του μαστού τύπου 1 | Ανθρώπινο γονίδιο που παράγει μια πρωτείνη υπερευαισθησίας που ονομάζεται καρκίνου του μαστού τύπου Ι. |
Breastfeeding | Θηλασμός | Η διατροφή ενός βρέφους ή ενός μικρού παιδιού με μητρικό γάλα. | |
Breathalyzer | Αλκοολόμετρο | Όργανο προσδιορισμού της περιεκτικότητας αλκοολούχων υγρών σε αλκοόλη. | |
Brittle diabetes | Εύθραυστος διαβήτης | Περιγραφή διαβήτη που είναι δύσκολο να ελεγχθεί, με συχνές διακυμάνσεις στα επίπεδα γλυκόζης του αίματος. | |
Bromthymol blue | Μπλε της βρωμοθυμόλης | Δείκτης pH που αλλάζει το χρώμα του διαλύματος από κίτρινο - μπλέ σε εύρος pH 6,0 με 7,6. | |
Bronchi | Βρόγχοι | Κάθε μία απὸ τις διακλαδώσεις της τραχείας, οἱ οποίες εκτείνονται εντὸς των πνευμόνων. | |
Bronchioles | Βρογχιόλια | Μικροί, περιφερικοί αεραγωγοί, που διακρίνονται από τους βρόγχους, επειδή δεν φέρουν πλέον, χόνδρινη υποστήριξη, δεν εμπεριέχουν τραχειοβρογχικούς αδένες και ο βλεννογόνος τους αποτελείται από κυβοειδή κύτταρα | |
Bronchoalveolar lavage | BAL | Βρογχοπνευμονικό έκπλυμα | Τεχνική λήψης βρογχικών εκκρίσεων με τη βοήθεια στείρου διαλύματος εκπλύσεως. |
Brutons' agammaglobulinemia | Αγαμμασφαιριναιμία του Bruton | Κληρονομική φυλοσύνδετη ανοσοανεπάρκεια που προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο που κωδικοποιεί μια τυροσινική κινάση, η απουσία της οποίας έχει σαν αποτέλεσμα να μην ωριμάζουν τα Β - λεμφοκύτταρα. | |
B-thasassemia trait | β-ΤΤ | Στίγμα β-μεσογειακής αναιμίας | Ετεροζυγία σε μια ομάδα κληρονομικών διαταραχών του αίματος που προκαλείται από μειωμένη ή απούσια σύνθεσης των βήτα αλυσίδων της αιμοσφαιρίνης. |
Buffer | Ρυθμιστικό διάλυμα | Διάλυμα που διατηρεί το pH του σταθερό όταν προστεθεί σε αυτό μικρή ποσότητα οξέος ή βάσεως. | |
Buffy coat | Λευκή στιβάδα | Είναι το κλάσμα ενός δείγματος αίματος με αντιπηκτικό που περιέχει τα περισσότερα από τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια μετά την φυγοκέντρηση. | |
Bulbourethral glands | Βουλβουρηθραίοι αδένες | Αδένες παραγωγής σπερματικού υγρού δίπλα στον προστάτη. |
Τελευταία ενημέρωση: Σάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015