C- Reactive protein  CRP C- αντιδρώσα πρωτεΐνη Πρωτείνη που αποτελεί δείκτη φλεγμονής και ιστικών αλλοιώσεων.
Caesarean section C-section Καισαρική τομή Χειρουργική επέμβαση με τομή στην κοιλιά και στην μήτρα για να πραγματοποιηθεί ο τοκετός.
Calcitonin   Καλσιτονίνη Ορμόνη που παράγει ο θυρεοειδής αδένας και εμπλέκεται στο μεταβολισμό του ασβεστίου, μαζί με την παραθορμόνη και τη βιταμίνη D.
Calcium Ca Ασβέστιο To κυριότερο μακροστοιχείο των οστών.
Calcium oxalate   Οξαλικό ασβέστιο Άλας που προκαλεί κρυστάλλους στο ουροποιητικό σύστημα σε όξινο pH.
Calcium phosphate   Φωσφορικό ασβέστιο Άλας που προκαλεί κρυστάλλους στο ουροποιητικό σύστημα σε αλκαλικό pH.
Calibration   Βαθμονόμηση Ο μαθηματικός τρόπος μετατροπής της του παργόμενου σήματος μιας ανάλυσης σε συγκέντρωση της μετρούμενης ουσίας.
Calibration curve   Καμπύλη βαθμονόμησης Καμπύλη συστήματος δύο αξόνων που συσχετίζει την συγκέντρωσης μιας ουσίας με το σήμα που παράγει με κάποια χημική μέθοδο.
Calibrator Cal Bαθμονομητής Δείγμα συγκεκριμένης συγκέντρωσης μίας ή περισσοτέρων ουσιών που χρησιμοποιείται για τη σύγκριση και τελικό προσδιορισμό της συγκέντρωης αγνώστων δειγμάτων.
Cancer antigen 15-3 Ca 15-3 καρκινικό αντιγόνο 15-3 Καρκινικός δείκτης που σχετίζεται κυρίως με τον καρκίνο του μαστού. 
Cancer Antigen-125 CA-125 Καρκινικό αντογόνο-125 Ένας από τους καρκινικούς δείκτες που χρησιμοποιούνται για την διάγνωση και παρακολούθηση της εξέλιξης του καρκίνου των ωοθηκών.
Cancer antigen-breast Ca-breast καρκινικό αντιγόνο μαστού Γλυκοπρωτεΐνη που χρησημοποιείται σαν δείκτης για τον καρκίνο του μαστού. 
Candidiasis   Καντιντίαση Μυκητίαση που οφείλεται σε κάθε είδος του γένους μυκήτων Candida.
Candiduria   Καντιντουρία Παρουσία του μύκητα Candida  στα ούρα.
Capillary vessels   Τριχοειδή αγγεία Μικρής διαμέτρου αγγεία του οργανισμού με λεπτά τοιχώματα που επιτρέπουν την ανταλλαγή ουσιών μεταξύ αίματος και κυττάρων.
Caput medusae   Μέδουσα Ορατό δίκτυο διευρυμένων φλεβών κάτω από το δέρμα γύρω από τον ομφαλό.
Carbapenem   Καρβαπενέμες Κατατάσσονται στα β-λακταμικά αντιβιοτικά και έχουν ευρύ πεδίο δράσης.
Carbohydrate-deficient form of transferrin  CDT Υδατανθρακική-ελλιπής μορφή τρανσφερρίνης  Μόριο που εμπλέκεται στην μεταφορά του σιδήρου στο αίμα και η τιμή της είναι συνήθως αυξημένη στους αλκοολικούς.
Carboxylic acid R-COOH Kαρβοξυλικό οξύ Οργανικά οξέα ποου χαρακτηρίζονται από την παρουσία μίας τουλάχιστον καρβοξυλικής ομάδας.
Carcinoma   Καρκίνωμα Ένας τύπος καρκίνου που αναπτύσσεται από επιθηλιακά κύτταρα.
Cardiac Catheterization   Καρδιακός Καθετηριασμός Διαδικασία κατά την οποία ένας σωλήνας μπαίνει από το πόδι και φτάνει στις στεφανιαίες αρτηρίες.
Cardiolipin antibodies ABA Καρδιολιπινικά αντισώματα Τα πιο συχνά αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα.
Cardiopulmonary bypass   Καρδιοπνευμονική παράκαμψη Χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης αποφράξεων του καρδιοαναπνευστικού συστήματος.
Cardiovascular CV Καρδιοαγγειακός Κάθε φαινόμενο που συνδέεται με την καρδιά και την λειτουργία της.
Cardiovascular Disease CVD Καρδιαγγειακή Νόσος Όλες οι παθολογικές μεταβολές που επιδρούν στην καρδιά ή/και στα αιμοφόρα αγγεία και  περιλαμβάνει διάφορες μορφές όπως η υπέρταση, η στεφανιαία νόσος κλπ. 
Cardiovascular System   Καρδιαγγειακό Σύστημα Σύστημα οργάνων, υπεύθυνο για την παροχή οξυγόνου και για την μεταφορά & ανταλλαγή ουσιών στα κύτταρα του οργανισμού.
Carnitine   Καρνιτίνη Αμινοξύ που μεταξύ άλλων παίζει ρόλο στη γονιμότητα του άνδρα.
Carpal tunnel syndrome CTS Σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα Πάθηση με συνέπεια μούδιασμα,πόνο και αδυναμία στο χέρι σε προχωρημένο στάδιο λόγω πίεσης του μέσου νεύρου του καρπού
Carrier   Φορέας Άτομο που φέρει ένα μεταλλαγμένο, υπολειπόμενο αλληλόμορφο γονίδιο.
Cast   Κύλινδρος Επιμήκεις πρωτεινικός σχηματισμός που παρατηρείται σε ούρα και σχετίζεται με νεφρικές νόσους.
Catheter   Καθετήρας Μακρύς, λεπτός, εύκαμπτος σωλήνας εισάγεται σε μια κοιλότητα του σώματος για να επιτρέψει την διέλευση των υγρών
Cations   Κατιόντα Τα φορτισμένα θετικά ιόντα.
Celiac disease   Κοιλιοκάκη Δυσανεξία στην πρωτείνη γλουτένη και παραγωγή αντιγλιαδινικών αντισωμάτων.
Celibacy   Αποχή  Αποχή από σεξουαλική δραστηριότητα.
Cell   Κύτταρο Η βασική δομική και λειτουργική υπομονάδα που εκδηλώνει το φαινόμενο της ζωής.
Cell division    Κυτταρική διαίρεση Η διαδικασία κατά την οποία ένα αρχικό κύτταρο διαιρείται σε δύο θυγατρικά.
Cell membrane   Κυτταρική μεμβράνη Βιολογική μεμβράνη που χωρίζει το εσωτερικό όλων των κυττάρων από το εξωτερικό περιβάλλον.
Cell membrane   Κυτταρική μεμβράνη Βιολογική μεμβράνη που χωρίζει το εσωτερικό όλων των κυττάρων από το εξωτερικό περιβάλλον.
Cell suspension   Εναιώρημα κυττάρων Διάλυμα κυττάρων που αιωρούνται  μέσα σ' ένα υγρό.
Cell wall   Κυτταρικό τοίχωμα Ένα πολύ σκληρό, ευέλικτο και μερικές φορές αρκετά άκαμπτο στρώμα που περιβάλλει ορισμένους τύπους κυττάρων παρέχοντας τους δομική στήριξη και προστασία.
Cellular respiration   Κυτταρική αναπνοή  Διαδικασία που γίνεται στα κύτταρα προκειμένου να απελευθερώσουν ενέργεια. 
Cellularity   Κυτταροβρίθεια Η κατάσταση ενός ιστού ή άλλης μάζας σε σχέση με το βαθμό, την ποιότητα, ή την κατάσταση των κυττάρων που υπάρχουν σε αυτό.
Cellulitis   Κυτταρίτιδα Διάχυτη φλεγμονώδης διήθηση ιστών
Centers for Disease Control and Prevention CDC Κέντρα ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου με σκοπό την προστασία και προαγωγή της δημόσιας υγείας μέσω της πρόληψης και ενημέρωσης του κοινού.
Centrifugation   Φυγοκέντρηση O διαχωρισμός της υγρής από τη στερεά φάση ενός διαλύματος με τη χρήση της φυγοκέντρου δυνάμεως.
Centrifuge   Φυγόκεντρος  Ηλεκτρική συσκευή που φυγοκεντρεί υγρά διαλύματα.
Centrifuges tubes   Σωλήνες φυγοκέντρου Κωνικό συνήθως πλαστικό σωληνάριο που χρησιμοποιείται για τη φυγοκέντρηση των ούρων.
Centromere   Κεντρομερίδιο Σωματίδιο που χωρίζει το χρωμόσωμα σε δύο σκέλη, το βραχύ (που συμβολίζεται με το γράμμα p) και το μακρό (που συμβολίζεται με το γράμμα q).
Centrosome   Κεντρόσωμα Οργανίδιο που χρησιμεύει ως το κύριο κέντρο οργάνωσης μικροσωληνίσκων ζωικών κυττάρων  και είναι ρυθμιστής της προόδου του κυτταρικού κύκλου.
Cephalosporins   Κεφαλοσπορίνες Β-λακτάμες, βακτηριοκτόνο αντιβιοτικό.
Cerebrospinal fluid CSF Εγκεφαλονωτιαίο υγρό To υγρό που κυκλοφορεί μέσα στις κοιλίες του εγκεφάλου, τις κοιλότητες του νωτιαίου μυελού και τον υπαραχνοειδή χώρο και συμβάλλει κυρίως στην απορρόφηση των κραδασμών.
Ceruloplasmin   Σερουλοπλασμίνη Ένζυμο που είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά χαλκού στο αίμα.
Cervical cancer   Καρκίνος τραχήλου Nόσος που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη κακόηθων (καρκινικών) κυττάρων στους ιστούς του τραχήλου της μήτρας.
CH50 CH50 "Κλασικό" αιμολυτικό συμπλήρωμα Προσδιορισμός αιμολυτικού συμπληρώματος για την κλασική οδό
Chaperone    Συνοδός πρωτεΐνη Η συνοδός πρωτεΐνη είναι η πρωτεΐνη που βοηθά στη σωστή διαμόρφωση των πρωτεϊνών- στόχων τους στο χώρο του κυτταροπλάσματος.
Chemical Indicators   Χημικοί δείκτες Ουσίες που αλλάζουν χρώμα με την παρουσία ενός οξέος και ενός αλκαλίου.
Chemiluminescence CHIA Χημειοφωταύγεια Η παραγωγή φωτός μέσω μιας χημικής αντίδρασης.
Chemiluminescence ImmunoAssays CIA Ανοσοχημειοφωταύγεια Ανοσοχημική μέθοδος προσδιορισμού πολυπεπτιδίων υψηλής ταχύτητας και ευαισθησίας που χρησιμοποιεί ως ιχνηθέτη ουσία που παράγει φως.
Chemotaxis   Χημειοταξία H χημική προσέλκυση των φαγοκυττάρων στις περιοχές ιστικής βλάβης
Chemotherapy   Χημειοθεραπεία Χρήση φαρμάκων χημικής προέλευσης για την αντιμετώπιση ασθενειών π.χ. καρκίνου, λοιμώξεων.
Chemotroph   Χημειοτροφικός Οργανισμός που είναι ικανός να κατασκευάσει οργανικά μόρια από το διοξείδιο του άνθρακα και το νερό μέσα από μια διαδικασία χημειοσύνθεσης.
Chlamydia   Χλαμύδια Λοίμωξη που  προκαλείται από  το βακτήριο Chlamydia trachomatis.Είναι το πιο συχνό σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα σε άτομα με έντονη σεξουαλική ζωή
Chlorexidine   Χλωρεξιδίνη Αντιμικροβιακός παράγοντας που δρά έναντι Gram + και Gram - οργανισμών.
Chloride Cl Χλώριο Χημικό στοιχείο της ομάδας των αλογόνων με αρνητικό φορτίο.
Choking   Πνιγμονή Απόφραξη του ανώτερου ή κατώτερου αεραγωγού από όποιο στερεό ξένο σώμα.
Cholecystitis   Χολοκυστίτιδα Φλεγμονή χοληδόχου κύστης.
Cholelithiasis   Χολολιθίαση Είναι η παρουσία λίθων στον αυλό της χοληδόχου κύστης ή των εξωηπατικών χοληφόρων.
Cholesterol   Χοληστερόλη Είναι μια οργανική χημική ουσία η οποία ταξινομείται ως ένα κηρώδες στεροειδές του λίπους.
Cholic Acid   Χολικό οξύ Στεροειδή οξέα που βρίσκονται κυρίως μέσα στη χολή των θηλαστικών.
Chromosome   Χρωμόσωμα Μία οργανωμένη δομή DNA και πρωτεϊνών που βρίσκεται στα κύτταρα.
Chromosome analysis  Karyotyping Χρωμοσωμική ανάλυση Εξέταση που αξιολογεί τον αριθμό και τη δομή των χρωμοσωμάτων του ανθρώπου προκειμένου να ανιχνεύσει ανωμαλίες.
Chronic   Xρόνιος Μια κατάσταση ή ασθένεια που προκύπτει αργά πάνω ημέρες ή εβδομάδες και μπορεί ή δεν μπορεί να επιλυθεί με τη θεραπεία. Είναι το αντίθετο της οξείας.
Chronic leukaemia   Χρόνια λευχαιμία Μορφή λευχαιμίας χαρακτηριστικό της οποίας είναι η προσβολή ώριμων κυττάρων.
Chronic Pancreatitis   Χρόνια παγκρεατίτιδα Χρόνια φλεγμονή του παγκρεάτος με ανεπάρκεια τόσο της εξωκρινούς, όσο και της ενδοκρινούς, μοίρας του παγκρέατος.
Chronic renal failure CRF Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια Προοδευτική μη αναστρέψιμη μείωση της νεφρικής λειτουργίας
Chylomicron   Χυλομικρό Μία από τις πέντε κύριες ομάδες των λιοπρωτεινών η οποία περιλαμβάνει τα τριγλυκερίδια, τα φωσφολιπίδια, τη χοληστερόλη και πρωτείνες και συμβάλλει στην μεταφορά των διαιτητικών λιπιδίων από τα έντερα στο υπόλοιπο σώμα.
Chymotrypsin   Χυμοθρυψίνη Πρωτεολυτικό ένζυμο που ανιχνεύται στα κόπρανα.
Chymotrypsinogen   Χυμοθρυψινογόνο Αδρανής μορφή του ενζύμου χυμοθρυψίνη.
Ciprofloxacin   Σιπροφλοξασίνη  Αντιβιοτικό της κατηγορίας των κινολόνων και είναι κατάλληλο για τη θεραπεία λοιμώξεων ευρέως φάσματος.
Circumcision – proshtetomi   Περιτομή H χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης της ακροποσθίας του πέους.
Cirrhosis   Κίρρωση Η ιστοπαθολογική συνέπεια της χρόνιας ηπατικής νόσου. 
Cirsocele   Κιρσοκήλη Διόγκωση φλεβών των όρχεων που προκαλεί υπογονιμότητα.
Citric acid   Κιτρικό οξύ Χημική ουσία που μετράται στο προστάτη για την εκτίμηση της ποιότητας του σπερματικού υγρού.
Clacium Gluconate   Γλυκονικό Ασβέστιο Μεταλλικό συμπλήρωμα.
Clathrin   Κλαθρίνη Πρωτεϊνη που συμμετέχει στη δημιουργία των καλυμμένων εσοχών και των κυστιδίων.
Clear urine   Διαυγής όψη ούρων Τα διαφανή ούρα που επιτρέπουν τη θέαση διαμέσου τους.
Clearance   Πλασματική κάθαρση ουσίας Είναι ο όγκος του πλάσματος που περιέχει το ποσό της ουσίας που απεκκρίνεται στα ούρα σε 1 λεπτό.
Clinical Manifestations   Κλινικές εκδηλώσεις  Τα συμπτώματα μιας ασθένειας.
Clinician   Κλινικός ιατρός Το άτομο που ασκεί την ιατρική ασχολούμενος με τους ασθενείς.
Clorophenolic red-β-D-galactopyranoside CPRG Ερυθρό χλωροφαινόλης-β-D-γαλακτοπυρανοζίδιο Χρωμογόνο υπόστρωμα που χρησιμοποιείται σε ανοσοενζυμικούς προσδιορισμούς.
Clot   Θρόμβος Το τελικό προϊόν του σταδίου πήξεως του αίματος στην αιμόσταση.
Clotting   Θρόμβωση Απόφραξη αγγείου ή αγγείων του αίματος λόγω παρατεταμένης πήξης.
Coagulation   Πήξη Η μετατροπή ενός ρευστού σε στερεό.
Coagulation Cascade   Καταρράκτης πήξεως Ο σχηματισμός του ινώδους είναι το αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης σειράς από αντιδράσεις που πραγματοποιούνται στο πλάσμα.
Coagulation Factor   Παράγοντας Πήξης Όλοι οι παράγοντες της πήξης του αίματος είναι πρωτεΐνες με μοναδική εξαίρεση το Ca (IV).
Cobalamin Β12 Κοβαλαμίνη  Είναι μια υδατοδιαλυτή βιταμίνη του συμπλέγματος βιταμινών Β.
Cohesin   Κοεζίνη Πρωτεινικό σύμπλοκο που συγκρατεί τις αδελφές χρωματίδες μετα την αντιγραφή του DNA στον κυτταρικό κύκλο.
Coitus   Συνουσία Η ερωτική πράξη μεταξύ ανθρώπων ή αλλιώς σεξουαλική επαφή ή κοινώς σεξ.
Coitus interruptus   CI Διακεκομμένη συνουσία  Απόσυρση του πέους από την κόλπο, κατά την σεξουαλική πράξη, πριν την εκσπερμάτιση με σκοπό την αποφυγή εγκυμοσύνης.
Colectomy   Κολεκτομή Χειρουργική αφαίρεση τμήματος ή και όλου του παχέος εντέρου.
Collagen   Κολλαγόνο Πρωτείνη του δέρματος υπεύθυνη για την ελαστικότητα, σφιγγυλότητα, υγρασία και ανανέωση των κυττάρων του.
Collagenase   Κολλαγονάση Ένζυμο που παράγεται από διάφορους βάκιλλους.
Colon Cancer   Καρκίνος παχέος εντέρου Κακοήθης όγκος που αναπτύσσεται στην εσωτερική επιφάνεια του παχέος εντέρου. Είναι ένας πολύ συχνός και θανατηφόρος καρκίνος. 
Colony   Αποικία Σύνολο μικροοργανισμών που προέρχονται απο διαδοχικούς πολλαπλασιασμούς ενός μικροοργανισμού
Colony Forming Units CFU Μονάδα Σχηματισμού Αποικίας Μονάδα μέτρησης των αποικιών μικροβίων.
Coloscopy   Κολονοσκόπηση Ενδοσκοπική εξέταση του παχέους εντέρου και του τελικού μέρους του λεπτού εντέρου με τη χρήση μικροσκοπικής κάμερας.
Combined Vaccination   Συνδιασμένα Εμβόλια Περιέχουν πολλά αντιγόνα προστατεύοντας έτσι από πολλές ασθένειες μαζί.
Commensal bacteria   Συμβιωτικά βακτήρια Bακτήρια που αποικίζουν τις επιφάνειες του σώματος προσφέροντας οφέλη (π.χ. περιορίζοντας την ανάπτυξη των παθογόνων).
Commensal organisms    Συμβιωτικοί οργανισμοί Οργανισμοί διαφορετικού είδους που συμβιώνουν με αποτέλεσμα την κοινή ωφέλειά τους.
Competitive method   Ανταγωνιστική μέθοδος Ανοσοχημική μέθοδος κατά την οποία τα αντιγόνα του δείγματος ανταγωνίζονται τα αντιγόνα του αντιδραστηρίου, το αποτέλεσμα είναι η μείωση του παραγόμενου σήματος όσο περισσότερο αντιγόνο υπάρχει στο δείγμα.
Complete Blood Count CBC Γενική Εξέταση Αίματος Πραγματοποιείται για τον προσδιορισμό της γενικής κατάστασης υγείας, καθώς και τον εντοπισμό, τη διάγνωση ή παρακολούθηση ποικίλων ασθενειών και παθήσεων που επηρεάζουν τα κύτταρα του αίματος, όπως αναιμίες, λοιμώξεις, φλεγμονές, αιμορραγίες και καρκίνοι
Comprehensive Metabolic Panel CMP Συγκεντρωτικός μεταβολικό προφίλ Ομάδα εξετάσεων που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση και παρακολούθηση της νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας.
Comprehensive study   Σύντομη έρευνα Μικρή ερευνητική μελέτη πάνω σε ένα αντικείμενο.
Computerized Tomography CT SCAN Αξονική Τομογραφία Ακτινολογική μέθοδος εξέτασης του ανθρώπινου σώματος.
Concentrated solutions   Πυκνά διαλύματα Διάλυμα μεγάλης συγκέντρωσης που έχει υπερβεί το όριο διαλυτότητας της διαλυμένης ουσίας και έχει πλέον καθιζίσει.
Concentration   Συγκέντρωση Ο αριθμός του μετρούμενου (πχ gr, moles) ανά μονάδα όγκου
Condition   Παθολογική κατάσταση Νόσος/αρρώστεια.
Condom   Προφυλακτικό Αντικείμενο φτιαγμένο συνήθως από latex ή πολυουρεθάνη που χρησιμοποιείται κατά την σεξουαλική πράξη για την αποφυγή εγκυμοσύνης και μετάδοσης σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων.
Confidence interval CI Διάστημα εμπιστοσύνης Παρατηρούμενο διάστημα εκτίμησης μιας παραμέτρου ενός πληθυσμού.
Conjugate   Συνδέτης Το αντίσωμα που φέρει τον ιχνηθέτη στους ανοσολογικούς προσδιορισμούς.
Conn Sydrome   Σύνδρομο Conn Καλοήθες ογκίδιο του φλοιού των επινεφριδίων.
Connective tissue   Συνδετικός ιστός ένα από τα 4 είδη ζωικών ιστών, συμβάλλει στην άμυνα του οργανισμού,στη μεταφορα και αποθήκευση ουσιών
Constipation   Δυσκοιλιότητα Διαταραχή του πεπτικού συστήματος που οφείλεται σε μειωμένη περισταλτικότητα του εντέρου.
Contagious   Μεταδοτικός Μεταδίδεται από το ένα άτομο στο άλλο· κολλητικός.
Contamination   Μόλυνση Η είσοδος στον οργανισμό ενός παθογόνου μικροοργανισμού.
Continuous Positive Airway Pressure C - PAP Συνεχής θετική πίεση αεραγωγών Μέθοδος συνεχούς θετικής πίεσης αεραγωγών για την αντιμετώπιση της άπνοιας. 
Control sample   Δείγμα ελέγχου Μίγματα δειγμάτων γνωστούο εύρους συγκέντρωσης που χρησιμοποιούνται για την εκτίμησης της ποιότητας των αναλυτικών προσδιορισμών
Copper   Χαλκός Μέταλλο απαραίτητο για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού.
Cord blood   Ομφαλοπλακουντιακό αίμα Tο αίμα που παραμένει στον ομφάλιο λώρο και στον πλακούντα αμέσως μετά την γέννηση ενός παιδιού και είναι πλούσιο σε αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα.
Cornea   Κερατοειδής χιτώνας Διαφανές κάλυμα στο εμπρόσθιο μέρος του οφθαλμού.
Coronary angiography   Στεφανιαία αγγειογραφεία Ακτίνες Χ των αρτηριών με τη χρήση μιας ραδιοαδιαφανούς χρωστικής ουσίας ώστε να συμβάλλει στην διάγνωση στεφανιαίας νόσου.
Coronary artery disease CAD Στεφανιαία νόσος Νόσος που προκαλείται όταν οι αθηρωματικές πλάκες γεμίζουν στον αυλό των αιμοφόρων αγγείων και εμποδίζουν την ροή του αίματος στην καρδιά.
Cortex   Φλοιός Η εξωτερική στιβάδα οργάνου ή μέλους του σώματος.
Corticosteroids   Κορτικοστεροειδή Τάξη χημικών ενώσεων που περιλαμβάνει τις στεροειδείς ορμόνες οι οποίες παράγονται φυσιολογικά στο φλοιό των επινεφριδίων.
Cortisol   Κορτιζόλη Στεροειδής ορμόνη που παράγεται στο φλοιό των επινεφριδίων.
Cough   Βήχας  Αντανακλαστικό με το οποίο διατηρείται η αεροφόρος οδός ελεύθερη από ξένα σώματα. 
Counter ImmunoElelctrophoresis  CIE Αντίθετη ανοσοηλεκτροφόρηση Μέθοδος ποιοτικού προσδιορισμού πρωτεινών, αποτελεί παραλαγή της ηλεκτροφόρησης και της ανοσοδιάχυσης.
Counts per min Cpm Κρούσεις ανά λεπτό Μονάδα μέτρησης ραδιενέργειας.
Coverslip   Καλυπτρίδα Μικρό πλαστικό συνήθως τετράγωνο γυαλί διαστάσεων 22 x 22 ή 18 x 18 ή 22 x 40 mm που χρησιμοποιείται στη μικροσκόπηση νωπών παρασκευασμάτων.
C-Reactive protein CRP C-αντιδρώσα πρωτείνη Δείκτης φλεγμονής και ιστικών αλλοιώσεων.
Creatine Kinase CK Ένζυμο της κινάσης της κρεατίνης Ένζυμο που βρίσκεται κυρίως στον καρδιακό μυ και αυξάνεται όταν υπάρχει βλάβη στα κύτταρα του καρδιακού μυός.
Creatinine   Κρεατινίνη Ουσία που παράγεται στο σώμα ανάλογα με την μυική μάζα και αποβάλλεται με τα ούρα.
Cresol red   Ερυθρό του μεθυλίου Δείκτης pH.
Cri du chat syndrome   Σύνδρομο Cri du Chat Σπάνια γενετική διαταραχή που συνδυάζεται με νοητική υστέρηση ,χαμηλό μυικό τόνο και λοιπές διαταραχές στην γενικότερη υγεία.
Crithidia Lucidiae   Πρωτόζωο Crithidia Lucidiae Υπόστρωμα φθορισμού για προσδιορισμό anti-DNA.
Crohn's disease CD Νόσος του Crohn Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου.
Cryoglobulin   Κρυοσφαιρίνη Πρωτεϊνη ορού με ετερογενείς αιτιοπαθογενετικές και ανοσοχημικές ιδιότητες, που παρουσιάζει  αναστρέψιμη καθίζηση σε χαμηλή θερμοκρασία.
Cryptozoospermia/Cryptospermia   Kρυπτοαζωοσπερμία Η παρουσία πολύ μικρής ποσότητας σπερματοζωαρίων στο σπέρμα.
Crystal   Κρύσταλλος  Ανόργανο συσσωμάτωμα που παρατηρείται και σε βιολογικά υγρά κυρίως ούρα και αρθρικό υγρό.
Crystal Structures   Κρυσταλλικές δομές Στερεά σώματα σε κρυσταλλική κατάσταση.
C-telopetide Ctx C-τελοπετίδιο Καρβοξυτελικό τελοπεπτίδιο του κολλαγόνου τύπου 1.
Culture   Καλλιέργεια Ανάπτυξη μικροοργανισμών υπό ελεγχόμενες συνθήκες για τον εντοπισμό μικροοργανισμών σε βιολογικά ή άλλα δείγματα.
Curable   Ιάσιμο Μπορούμε να το θεραπεύσουμε· θεραπεύσιμο.
Cutaneous mastocytosis   Δερματική μαστοκυττάρωση  Η συσσώρευση των μαστοκυττάρων περιορίζεται στο δέρμα.
Cuvette   Κυβέττα Πλαστικό ή από χαλαζία μικρό σωληνάριο για τη τοποθέτηση του διαλύματος που πρόκειται να φωτομετρηθεί.
Cyclic Citrullinated Peptide Antibody  CCP Κυκλικό κιτρουλινικό πεπτιδικό αντίσωμα Εξέταση αντισωμάτων που πραγματοποιείται για τη διάγνωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας
Cyclins   Κυκλίνες Σύνολο πρωτεϊνών που ρυθμίζουν τη διέλευση των κυττάρων μέσω του κυτταρικού κύκλου σχηματίζοντας σύμπλοκα με εξαρτώμενες από κυκλίνη κινάσες .
Cylinder   Κύλινδρος Γυάλινο σκεύος για τον προσδιορισμό όγκου αλλά και πρωτεινικοί σχηματισμοί που παρατηρούνται στα ούρα.
Cystatin C/Cystatin 3   Κυστατίνη C Πρωτείνη που χρησιμοποιείται κυρίως ως δείκτης της νεφρικής λειτουργίας
Cystic Fibrosis CF Κυστική ίνωση Κληρονομική νόσος που προκαλείται από  μεταλλάξεις στο γονίδιο του ρυθμιστή της διαμεμβρανικής αγωγιμότητας της κυστικής ίνωσης (CFTR).
Cystine   Κυστίνη Αμινοξύ που ανιχνεύεται με τη μορφή κρυστάλλων στο ίζημα των ούρων.
Cystine-Lactose Electrolyte Deficient  CLED Ανεπαρκές σε κυστίνη-λακτόζη-ηλεκτρολύτες Θρεπτικό υπόστρωμα ανεπαρκές σε κυστίνη λακτόζη και ηλεκτρολύτες.
Cystitis   Κυστίτιδα Μόλυνση της ουροδόχου κύστεως από μικροοργανισμούς.
Cytochromes   Κυτοχρώματα Δεσμευμένες στη κυτταρική μεμβράνη αιμοπρωτεινικές ομάδες που περιέχουν αίμη υπεύθυνα για την παραγωγή του ATP μέσω της μεταφοράς ηλεκτρονίων.
Cytokines   Κυτοκίνες Πρωτείνες οι οποίες διεγείρουν την κυτταρική απελευθέρωση ειδικών ουσιών που παίρνουν μέρος στην φλεγμονώδη αντίδραση.
Cytomegalovirus CMV Κυτταρομεγαλοιός Ανήκει στην οικογένεια των ερπητοιών. Προσβάλει κυρίως μικρά παιδιά ή νεαρά άτομα χωρίς την εκδήλωση ιδιαίτερων συμπτωμάτων σε αυτά τα άτομα.
Cytopenia   Κυτταροπενία Ελλειψη κάποιου/κάποιων τύπων κυττάρων
Cytoplasm   Κυτόπλασμα Υποκυτταρικό διαμέρισμα του φυτικού κυττάρου μέσα στον οποίο επιτελούνται πολυάριθμες, ζωτικής σημασίας, χημικές αντιδράσεις.
Cytoplasmatic droplet   Κυτταροπλασματικό υπόλοιπο  Παραμορφωμένο σπερματοζωάριο που φέρει μαζί του πρωτόπλασμα του μητρικού κυττάρου.
Cytosine C Κυτοσίνη Αζωτούχος βάση (πυριμιδίνη) που συμμετέχει στη δομή των νουκλεικών οξέων DNA/RNA.
Cytoskeleton    Κυτταροσκελετός Ενδοκυτταρικό καλούπι που υποστηρίζει το σχήμα των κυττάρων και την λειτουργία τους.
Cytosol    Κυτταρόπλασμα Υγρό στο εσωτερικό των κυττάρων και διαχωρίζεται σε διαμερίσματα με μεμβράνες.
Cytotoxic drugs   Κυτταροτοξικά φάρματα Φάρμακα τα οποία σκοτώνουν ή προκαλούν βλάβη στα κύτταρα ή τα εμποδίζουν να αναπτυχθούν και να διαιρεθούν.

 

Τελευταία ενημέρωσηΣάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015