Dacrocyte | Δακρυοκύτταρα | Παθολογικό ερυθροκύτταρο σχήματος δακρύου. | |
Dactylitis | Δακτυλίτιδα | Φλεγμονή δακτύλου η οποία παρατηρείται σε ασθενείς με ψωριασική αρθρίτιδα,αγκυλοποιητική σπονδυλαρθροπάθεια, σύνδρομο Reiter, τενοντοελυτρίτιδα, νεανική χρόνια αρθρίτιδα κλπ | |
D-Dimers | Δ-Διμερές | Μία από τις τεμαχισμένες πρωτεΐνες που παράγονται όταν οι θρόμβοι αίματος διαλυθούν στο σώμα. | |
Deamidated Gliadin Peptide Antibodies | DGP | IgA αντισώματα αποαμιδιωμένης γλοιαδίνης του πεπτιδίου | Εξέταση που χρησιμοποιείται για την διάγνωση της κοιλιοκάκης. |
Deep vein thrombosis | DVT | Εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση | Ο όρος αναφέρεται στη θρόμβωση των εν τω βάθει φλεβών, συνήθως αυτών που βρίσκονται στη λεκάνη, στο μηρό ή στη γάμπα, και πιο σπάνια στο βραχίονα, στο θώρακα ή αλλού. |
Deferrization | Αποσιδήρωση | Διαδικασία απομάκρυνσης του πλεονάζοντος σιδήρου από τον οργανισμό. | |
Defragmation DNA Index | DFI | Δείκτης κερματισμού DNA | Το ποσοστό των σπερματοζωαρίων που δεν φέρουν καλής ποιότητας "πακετάρισμα" χρωμοσωμικού υλικού. |
Dehydration | Αφυδάτωση | Υπερβολική απώλεια νερού από τους ιστούς του σώματος, που συχνά συνοδεύεται από ανισορροπία του νατρίου, καλίου, χλωριδίου, και άλλους ηλεκτρολύτες. | |
Delivery | Παράδοση | Η απόρριψη υλικού μέσω πιπέτας σε σκεύος. | |
Dementia | Άνοια | Επίκτητη, μερική ή ολική απώλεια των διανοητικών και συναισθηματικών ικανοτήτων. | |
Demyelinating diasease | Aπομυελινωτική νόσος | Ασθένεια του νευρικού συστήματος στην οποία το έλυτρο της μυελίνης των νευρώνων έχει καταστραφεί βλάπτοντας την αγωγιμότητα τους. | |
Denaturation | Μετουσίωση | To φαινόμενο της διάσπασης των δεσμών στη δευτεροταγή, τριτοταγή ή τεταρτοταγή δομή. | |
Dengue fever | Δάγκειος πυρετός | Μολυσματική τροπική ασθένεια που οφείλεται στον δάγκειο ιό. | |
Density | Πυκνότητα | Το μέτρο της ποσότητας μιας διαλυμένης ουσίας μέσα σε ένα διάλυμα. | |
Deoxypyridinoline | DPD | Δεοξυπυριδινολίνη | Προϊόν καταστροφής των οστών που προσδιορίζεται από εξετάσεις ούρων. |
Depression | Κατάθλιψη | Δυσάρεστη συναισθηματική διάθεση που συνοψίζεται σε μια κατάσταση παθολογικής θλίψης και συνοδεύεται από σημαντική μείωση του αισθήματος προσωπικής αξίας . | |
Dexa-Scan | DEXA | Μέτρηση οστικής πυκνότητας | Μέτρηση οστικής πυκνότητας με απορρόφηση διπλής ενέργειας ακτίνων Χ. |
Diabetes | Διαβήτης | Η αύξηση του γλυκόζης στο αίμα και στα άλλα βιολογικά υγρά. | |
Diabetes maturity onset | Διαβήτης ενηλίκων | Τύπος διαβήτη που προκύπτει κατά την ενήλικη ζωή ενός ατόμου. | |
Diabetes mellitus | Σακχαρώδης διαβήτης | Η αυξημένη συγκέντρωση γλυκόζης στο αίμα. | |
Diabetic acidosis | Διαβητική οξέωση | Οξεία μεταβολική διαταραχή που δημιουργείται σε συνθήκες μεγάλης έλλειψης ινσουλίνης και υπερέκκρισης των ανταγωνιστικών ορμονών. | |
Diagnose | Διάγνωση | Η ταυτοποίηση της φύσης και αιτίας μιας ασθένειας. | |
Diagnosis work-up | Διαγνωστικός έλεγχος | Σύνολο διαδικασιών που ακολουθούνται για να οδηγηθούμε στη διάγνωση. | |
Diagnostic | Διαγνωστικός | Αυτός που σχετίζεται με τη διάγνωση. | |
Diamond view | Πολυδιάστατο νεφελόγραμμα | Διάγραμμα τύπου νεφελογράμματος αναπαράστασης κυττάρων ή άλλων, τριών τουλάχιστον διαστάσεων. | |
Diarrhea | Διάρροια | Συχνές, υδαρείς χαλαρές κενώσεις διάφορης αιτιολογίας. | |
Diastolic Blood Pressure | DBP | Διαστολική αρτηριακή πίεση | H λεγόμενη μικρή πίεση. |
Diazonium salt | Άλας διαζωνίου | Αντιδραστήριο που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση αναλυτών στα ούρα π.χ. χολερυθρίνη, ουροχολινογόνο. | |
Dicarboxylic acids | Δικαρβοξυλικά οξέα | Οργανικές ενώσεις που περιέχουν δύο λειτουργικές ομάδες καρβοξυλικού οξέος. | |
Diet | Δίαιτα | Ειδικός τρόπος διατροφής και διαβίωσης. | |
Digestion | Πέψη | Σύνολο διεργασιών διάσπασης της τροφής σε μορφή κατάλληλη ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν απο τον οργανισμό. | |
Dihydrotestosterone | DHT | Διυδροτεστοστερόνη | Η DHT διυδροτεστοστερόνη είναι ένα από τα κύρια ανδρογόνα στο ανθρώπινο σώμα και παράγεται από την τεστοστερόνη με τη βοήθεια του ενζύμου 5 α-reductase. |
Diluent | Διαλύτης | Το μέσο διασποράς από το οποίο αποτελείται ένα διάλυμα. | |
Diluted solutions | Αραιά διαλύματα | Υγρά διαλύματα όπου η διαλυμένη ουσία παραμένει εν διαλύσει χωρίς να επικάθεται στον πυθμένα του δοχείου. | |
Dilution | Αραίωση | H προσθήκη διαλύτη στο διάλυμα. | |
Diopter adjustment | Ρύθμιση διόπτρας | Ρύθμιση στο διοπτρικό μικροσκόπιο, που αντισταθμίζει τις οπτικές διαφορές των οφθαλμών, καθιστώντας δυνατή τη μιρκοσκόπηση. | |
Diplslide cultures | Αποικίες σε σύστημα με βάση τα υγρά | Τεχνική για τα ούρα, στην οποία αναπτύσσονται μικροβιακές αποικίες σε ένα σύστημα με βάση τα υγρά. | |
dipslide | Διαφάνεια εμβάπτισης | Δοκιμασία για την παρουσία μικροοργανισμών σε υγρά με χρήση διαφανειών. | |
Dipstick ή Urine dipsticks | Ταινία εξέτασης ούρων | Πλαστική ταινία που περιέχει πάνω της αντιδραστήρια ξηράς χημείας για το χημικό προσδιορισμό χημικών και φυσικών χαρακτήρων των ούρων. | |
Direct Current | DC | Άμεσο ρεύμα | Η σταθερή τάση του ρεύματος που χρησιμοποιείται στη κυτταρομετρία ροής για το προσδιορισμό του όγκου των ούρων. |
Direct Fluorecense Assay | DFA | Άμεσος ανοσοφθορισμός | Μέθοδος προσδιορισμού πρωτεινών με την άμεση πρόσδεση σε αυτές αντισωμάτων που μεταφέρουν φθορίζουσα ουσία. |
Discoloration | Αποχρωματισμός/λευκό | Εμφάνιση άσπρων μπαλωμάτων πάνω στο δέρμα. | |
Disease | Νόσος | Μία παθολογική κατάσταση ή μία διαταραχή με χαρακτηριστικά συμπτώματα και σημεία. | |
Disease-modifying antirheumatic drugs | DMARDs | Αντιρευματικά φάρμακα | Θεραπεία για την ρευματοειδή αρθρίτιδα |
Disinfectant | Απολυμαντικό | Χημική ουσία που σκοτώνει μικροοργανισμούς. | |
Disinfection | Απολύμανση | H άμεση καταστροφή των υπαρχόντων στο νερό παθογόνων και μολυσματικών για τον άνθρωπο (και σε ορισμένες περιπτώσεις και για τα ζώα), μικροοργανισμών. | |
Disseminated Intravascular Coagulation | DIC | Διάχυτη Ενδοαγγειακή Πήξη | Παθολογική κατάσταση στην οποία τα μονοπάτια της πήξης έχουν υπερδιεγερθεί, με αποτέλεσμα μια διάχυτη παρά εντοπισμένη ενεργοποίηση των παραγόντων της πήξης. Οι παράγοντες πήξης καταναλώνονται σε τέτοια έκταση ώστε να υπάρχει περίπτωση εμφάνισης γενικευμένης αιμορραγίας. |
Dissociation-Enhanced Lanthanide Fluorescent Immunoassay | DELFIA | Ανοσοφθορισμομετρική ενισχυμένη διάσταση λανθανιδών | |
Distilled water | Απεσταγμένο Νερό | Νερό απαλλαγμένο από άλατα που επιτυγχάνεται με την απόσταξη μέσω της συλλογής υδρατμών. | |
Diuresis | Διούρηση | Η απέκκριση των ούρων από τα νεφρά. | |
Diuresis | Διούρηση | Η έκκριση και η διέλευση μεγάλης ποσότητας ούρων. | |
Diuretic | Διουρητικό | Φάρμακο που προάγει την παραγωγή και απέκκριση των ούρων με σκοπό να απομακρυνθεί η περίσσεια υγρού από το σώμα. | |
Diurnal | Ημερήσιος | Αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας ή που ολοκληρώνεται μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο. | |
Diverticulitis | Εκκολπωματίτιδα | Παγίδευση κοπράνων στο έντερο ή η ανάπτυξη μικροβίων μέσα στα εκκολπώματα. | |
Dlood typing | Τυποποίηση του αίματος | Προσδιορισμός της ομάδας αίματος τύπου ΑΒΟ και Rh. | |
Dose | Δόση | Ποσότητα λαμβανόμενης ουσίας ή φαρμάκου. | |
Dot blotting | Ανοσοαποτύπωση κηλίδας | Ανοσολογική μέθοδος ημιποσοτικού προσδιορισμού αντισωμάτων που προσκολλώνται πάνω σε αντιγόνα σε χαρτί νιτροκυτταρίνης. | |
Double vision | Διπλωπία | Ασθένεια κατά την οποία ο ασθενής ενώ προσηλώνεται σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, βλέπει δύο είδωλα. | |
Drug | Φάρμακο | Κάθε χημική ουσία ικανή να επηρεάσει την λειτουργία του οργανισμού κάθε εμβίου όντος ή μικροοργανισμού. | |
Dry heat | Ξηρή θερμότητα | Υψηλή θερμοκρασία 160, 180ο C που χρησιμοποιείται για την αποστείρωση ανθεκτικών στη θερμοκρασία υλικών. | |
Duct | Πόρος | Δίοδος με σαφώς αφοριζόμενα τοιχώματα που χρησιμεύει για την δίοδο εκκρίσεων ή απεκκρίσεων. | |
Duodenum | Δωδεκαδάκτυλος | Μέρος του λεπτού εντέρου. | |
Dysgerminoma | Γερμίνωμα γονάδων | Κακόηθες νεόπλασμα των ωοθηκών που πιστεύεται ότι προέρχεται από αρχέγονα γεννητικά κύτταρα των σεξουαλικά αδιαφοροποίητων εμβρυϊκών γονάδων. | |
Dyslipidemia | Δισλιπιδαιμία | Αύξηση λιπιδίων στο αίμα (Chol > 190 mg/dl, Trig > 150 mg/dl, LDL > 115 mg/dl, HDL < 40 mg/dl άνδρες ή HDL < 46 mg/dl γυναίκες) | |
Dysuria | Δυσουρία | Αίσθηση καψίματος κατά την ούρηση. |
Τελευταία ενημέρωση: Σάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015