Fab | Fab | Το ένα από τα δύο από μικρά τμήματα των αντισωμάτων (Υ) | Το τμήμα του αντισώματος που ενώνεται με τα αντιγόνα. |
Fabry's disease | Νόσος του Fabry | Λυσοσωμικό αθροιστικό νόσημα, που αφορά τη διαταραχή του μεταβολισμού των σφιγγολιπιδίων. | |
Facal coliforms | Κωλοβακτηρίδια κοπράνων | Το πιο κοινό βακτήριο της φυσιολογικής χλωρίδας του εντέρου. | |
Fallopian tube | Σάλπιγγα | Λεπτός σωλήνας του αναπαραγωγικού συστήματος της γυναίκας που συνδέει τη μήτρα με τις ωοθήκες. | |
Familiar poliposis | Οικογενής πολυποδίαση | Κληρονομική νόσος που χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολλαπλών αδενοματωδών πολυπόδων στο επιθήλιο του παχέος εντέρου. | |
Fat Malabsorption | Δυσαπορρόφηση λίπους | Δυσαπορρόφηση είναι η αδυναμία του οργανισμού να απορροφά τα λίπη από τις τροφές. | |
Fatality | Θνησιμότητα | Η αναλογία των θανάτων προς το σύνολο ενός πληθυσμού. | |
Fatigue | Κόπωση | Σοβαρότερη απώλεια της ενέργειας του ατόμου. | |
Fatness | Παχυσαρκία | Δείκτης μάζας σώματος (BMI) > 25. | |
Fc | Fc | Τμήμα αντισώματος Fc | To τμήμα του αντισώματος που ενώνεται με τα B-λεμφοκύτταρα και το C1q. |
Fecal fat test | Δοκιμή περιττωματικού λίπους | Διαγνωστικό τέστ σε συνθήκες δυσαπορρόφησης λίπους. | |
Feces | Κόπρανα | Τα στέρεα απόβλητα του οργανισμού, προϊόντα της πέψης | |
Ferritin | Ferr | Φεριτίνη | Ενδοκυτταρική πρωτεΐνη που αποθηκεύει σίδηρο και την απελευθερώνει με ένα ελεγχόμενο τρόπο. |
Ferroportin | Φερροπορτίνη | Διαμεμβρανική πρωτεΐνη που μεταφέρει τον σίδηρο από το εσωτερικό του κυττάρου στο εξωτερικό του. | |
Fertility | Γονιμότητα | Η δυνατότητα αναπαραγωγής, στα ζευγάρια αναφέρεται στη δυνατότητα απόκτηση παιδιού μετά από ένα χρόνο ελεύθερων σχέσεων. | |
Fetal | Εμβρυϊκός | Αυτός που σχετίζεται με το έμβρυο ή βρίσκεται ακόμη σε υποτυπώδες στάδιο ανάπτυξης. | |
Fetal hemoglobin | Hb F | Εμβρυϊκή αιμοσφαιρίνη | Η κυριότερη αιμοσφαιρίνη της εμβρυικής περιόδου, η οποία αποτελείται από 2 α και 2 γ πρωτεινικές αλυσίδες. |
Fever | Πυρετός | Η αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα. | |
Fibrin Degradation Products | FDP | Προϊόντα αποδόμησης ινώδους | Προϊόντα αποδόμησης του ινωδογόνου απελευθερώνονται κατά τη διαδικασία ινοδώλυσης που προκαλείται από την πλασμίνη. |
Fibrinogen | Fib | Ινωδογόνο | Πρωτείνη του πλάσματος που μετατρέπει σε ινώδες κατά τη διάρκεια της πήξης του αίματος. |
Fibromyalgia | Ινομυαλγία | Μορφή εξωαρθρικού ρευματισμού που αφορά πόνο στους μύες και όχι στις αρθρώσεις. | |
Fibronolysis | Ινωδόλυση | Το σύνολο των βιολογικών φαινομένων που έχουν σκοπό και τελικό αποτέλεσμα την αποδόμηση του ινώδους σε μικρού μοριακού βάρους διαλυτά προϊόντα, τα προϊόντα διάσπασης του ινώδους. | |
Ficoll paque | Φικόλη | Αντιδραστήριο δημιουργίας κλίσης συγκέντρωσης κατά την διάρκεια της φυγοκέντρησης. | |
Field of view | Οπτικό πεδίο | Ο φωτεινός κύκλος που βλέπουµε παρατηρώντας µέσα από τον προσοφθάλμιο φακό. | |
Field of view | Πεδίο ορατότητας | Η διάμετρο της εικόνας που είναι ορατή, όταν κοιτάμε στο μικροσκόπιο. | |
Filter | Φίλτρο | Εξάρτημα που εμποδίζει την εισαγωγή βλαβερών ουσιών σε συγκεκριμένο χώρο | |
Filtration | Διήθηση | H μέθοδος απομόνωσης των στερεών σωματιδίων που περιέχονται σε ένα υγρό μείγμα. | |
First morning mid-stream sample | Πρώτο πρωινό δείγμα μέσης ούρησης | ||
First morning urine | Πρώτα πρωινά ούρα | Το δείγμα ούρων που συλλέγεται κατά τη διάρκεια της πρώτης ούρησης το πρωί, το κατάλληλότερο δείγμα για τη γενική εξέταση ούρων. | |
Fistula | Συρίγγιο | Μη φυσιολογική επικοινωνία μεταξύ δύο επιθηλιωμένων επιφανειών του οργανισμού. | |
Fixing | Μονιμοποίηση | Διαδικασία σταθεροποίησης παρασκευάσματος κυττάρων πάνω σε αντικειμενοφόρο πλάκα. | |
Flaggellum | Μαστίγιο | Οργανίδιο κίνησης των ευκαριωτικών κυττάρων. | |
Flask | Ογκομετρική φιάλη | ||
Flavivirus | Φλαβοϊός | Ένα γένος των ιών της οικογένειας Flaviviridae, το οποίο περιλαμβάνει τον ιό του Δυτικού Νείλου, τον δάγκειο ιό και άλλους ιούς που μπορεί να προκαλέσουν εγκεφαλίτιδα. | |
Flora | Χλωρίδα | Αριθμός μικροοργανισμών που αποκίζουν φυσιολογικά κοιλότητες του σώματος | |
Flow cytometry | Κυτταρομετρία ροής | Τεχνική μέτρησης και χαρακτηρισμού μικροσκοπικών σωματιδίων που βρίσκονται σε ρέον υγρό. | |
Fluconazole | Φλουκοναζόλη | Αντιμυκητιακή ουσία. | |
Fluorecense Polarization ImmunoAssay | FPIA | Ανάλυση πολωμένου φθορισμού | |
Fluorescence In situ hybridization | FISH | Φθορίζοντας φθορισμός | |
Fluorescense | Φθορισμός | ||
Fluorescin isothiocyanate | FITC | Ισοθειοκυανική φλουορεσκείνη | Φθορίζουσα ουσία που χρησιμοποιείται σε αναλύσεις με την τεχνική του ανοσοφθορισμού ή της κυτταρομετρίας. |
Fluoresence Energy Tranfer Immunoassay | FETI | Μέθοδος μεταφοράς φθορισμομετρικής ενέργειας | |
Folate / Folic acid | Β9 | Φυλλικό οξύ/Φολικό οξύ | Μέλος του συμπλέγματος των βιταμινών Β. |
Follicle | Ωοθηλάκιο | Βασική μονάδα του θηλυκού αναπαραγωγικού συστήματος. | |
Follicle Stimulating Hormone | FSH | Ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη | Ορμόνη που παράγει ο οργανισμός στην αρχή του κύκλου, εμπλέκεται στην παραγωγή των ώριμων ωαρίων και διεγείρει τα ωοθυλάκια ώστε να ξεκινήσουν την παραγωγή οιστρογόνων. |
Forced Expiratory Volume in 1 second | FEV1 | Ο βίαια εκπνεόμενος όγκος αέρα κατά τη διάρκεια του πρώτου δευτερολέπτου της εκπνοής | Ο πιο αντιπροσωπευτικός σπιρομετρικός δείκτης της συνολικής αναπνευστικής ικανότητας, εκφράζεται σε λίτρα/δευτερόλεπτο και η τιμή του συγκρίνεται με την ανάμενομενη φυσιολογική για το φύλο, την ηλικία, το ύψος και τη φυλή. |
Formaldehyde | Φορμαλδεΰδη | ||
Formed elements | Έμμορφα στοιχεία | Κύτταρα, κρύσταλλοι, άλατα κ.α. που ανιχνεύονται στο ίζημα των ούρων. | |
Forward scatter | FSC | Πρόσθιος σκεδασμός | Oριζόντια σκέδαση, χρήσιμη για τον προσδιορισμό κυτταρικού όγκου. |
Fracture | Κάταγμα | Λύση της συνέχειας του οστού (σπάσιμο). | |
Freezing point | Σημείο τήξεως | Η θερμοκρασία όπου το νερό από την υγρή μορφή μεταπίπτει στη στερεά. | |
Frenulum | Χαλινός | ||
Freunds's adjuvant | Η γνωστότερη ανοσοενισχυτική ουσία | ||
Fructose | Φρουκτόζη | Δισακχαρίτης ο οποίος προσδιορίζεται και στο σπέρμα για την εκτίμηση της υπογονιμότητας. | |
Fumarate acid | C4H4O4 | Φουμαρικό οξύ | Χημικό παράγωγο του κύκλου του κιτρικού οξέος και χρησιμοποιείται από τα κύτταρα για να παραχθεί ενέργεια από τα τρόφιμα, με τη μορφή τριφωσφορικής αδενοσίνης (ATP). |
Fungal infections | Μυκητησιακές λοιμώξεις | Λοιμώξεις οι οποίες προκαλούνται από μύκητες. | |
Fungus | Μύκητας | Σαπροφυτικός (παρασιτικός) οργανισμός που αποτελεί χωριστό βασίλειο και μπορεί να συνδέεται με παθολογικές καταστάσεις. | |
Funnel | Χοάνη |
Τελευταία ενημέρωση: Σάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015