Ibuprofen INN Ιβουπροφαίνη Παράγωγο του προπιονικου οξέος που ανήκει στα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα.
Identification   Ταυτοποίηση Κατάταξη ενός μικροοργανισμού με βάση τις φυσικοχημικές ιδιότητες του σε γένος, είδος κλπ.
Idiopathic thrombocytopenia porpura ITP Ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα Χρόνια αυτοάνοση πάθηση, η οποία προκαλεί αιματολογικές διαταραχές, λόγω αυξημένης καταστροφής και μειωμένης παραγωγής αιμοπεταλίων.
Ileostomy   Ειλεοστομία Άνοιγμα που δημιουργείται χειρουργικά στο λεπτό έντερο μέσα από το τοίχωμα τα κοιλιάς με σκοπό νε επιτρέψει στα κόπρανα να παρακάμψουν το κόλον. 
Image cytometry   Απεικονιστική Κυτταρομετρία  Ο προσδιορισμός και η μέτρηση κυττάρων με τη χρήση ψηφιακής μικροκάμερας.
Immersion οil   Κεδρέλαιο (λάδι κατάδυσης) Ειδικού έλαιο με κατάλληλο δείκτη διάθλασης, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον φακό και την αντικειμενοφόρο πλάκα για να επιτευχθεί η μέγιστη μεγέθυνση του αντικειμένου.Χρησιμοποιείται όταν γίνεται χρήση καταδυτικού φακού.
Immune hemolysis   Αιμόλυση από ανοσολογικά αίτια  Αιμόλυση των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος, λόγω του σχηματισμού συμπλεγμάτων αντιγόνου-αντισώματος.
Immune system   Ανοσοποιητικό σύστημα Σύστημα οργάνων υπεύθυνο για την άμυνα του οργανισμού.
Immunity   Ανοσία  Η προστασία του οργανισμού απέναντι σε συγκεκριμένο παθογόνο, νόσο ή συγκεκριμένη πάθηση.
Immunoagglutination   Αιμοσυγκόληση  Η αντίδραση αιμόλυσης, στην οποία δρα ένα και συμμετέχει ένα αντίσωμα.
Immunobead   IB  Aνοσοσφαιρίδιο   Ένα λεπτό σφαιρίδιο καλυμμένο με αντιγόνο ή αντίσωμα, που χρησιμοποιείται για ανοσοαναλύσεις, όπως η απομόνωση Β-κυττάρων απο Τ-λεμφοκύτταρα.
ImmunoChemiluminescentMetric Assay  ICMA Ανοσοχημειοφωταυγειομετρική μέθοδος Μη συναγωνιστική μέθοδος προσδιορισμού της συγκέντρωσης αντιγόνων  με γραμμική καμπύλη αναφοράς, το σήμα προέρχεται από αντίδραση που παράγεται φωτός.
Immunocomplex   Ανοσοσύμπλεγμα  Ο σχηματισμός συμπλόκου μορίου από τη συνένωση αντιγόνων και αντισωμάτων.
Immunocompromised   Ανοσοκατεσταλμένος Ασθενής με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα (λόγω φαρμάκων ή ασθένειας).
Immunodeficiency   Ανοσοανεπάρκεια Η κατάσταση στην οποία η ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να πολεμά έναντι μεταδοτικών ασθενειών έχει μειωθεί ή είναι εντελώς απούσα.
Immunodiffusion   Ανοσοδιάχυση  Εργαστηριακή τεχνική ταυτοποίησης των ανοσοσφαιρινών, που βασίζεται στην εμφάνιση ιζήματος ως αποτέλεσμα της αντίδρασης αντιγόνου - αντισώματος.
ImmunoElectroPhoresis  IEP Ανοσοηλεκτροφόρηση  
ImmunoFixation Electrophoresis  IFE Ανοσοκαθήλωση  
Immunofluorescence    Ανοσοφθορισμός Μέθοδος ανίχνευσης αντισωμάτων ή αντιγόνων σε βιολογικά υγρά με τη χρήση σεσημασμένων αντισωμάτων με φθορίζουσες χρωστικές.
Immunoglobulin Ig Ανοσοσφαιρίνη Πρωτείνη που συμμετέχει στην άμυνα του οργανισμού αναγνωρίζοντας τα αντιγόνα.
Immunology   Ανοσολογία Κλάδος της βιοϊατρικής που καλύπτει τη μελέτη της φυσιολογίας και της λειτουργικότητας του ανοσοποιητικού συστήματος. 
ImmunoRadioMetric Assay IRMA Ανοσοραδιομετρική μέθοδος Μη συναγωνιστική μέθοδος προσδιορισμού της συγκέντρωσης αντιγόνων με γραμμική καμπύλη αναφοράς, το σήμα προέρχεται από ραδιοισότοπα.
Immunosuppression   Ανοσοκαταστολή  Η ελαττωμένη απάντηση του ανοσολογικού συστήματος ως αποτέλεσμα της χρήσης ουσιών, φαρμάκων ή ακτινοβολιών.
Immunotherapy   Ανοσοθεραπεία Θεραπεία μιας ασθένειας για την ενίσχυση ή αναστολή της ανοσολογικής απόκρισης και την ανάπτυξη αντοχής  του οργανισμού σε αλλεργιογόνα.
In vitro diagnostics IVD Ιατροδιαγνωστικά προιόντα Πρόκειται για αντιδραστήρια ή τεχνικό εξοπλισμό που έχει πιστοιποιημένες προδιαγραφές για να χρησιμοποιείται για ιατρικούς διαγνωστικούς σκοπούς.
In Vitro Ferilization  IVF Εξωσωματική γονιμοποίηση  
Inaccuracy   Έλλειψη ακρίβειας Στατιστικός όρος που χρησιμοποιείται στον έλεγχο ποιότητας και δηλώνει τη διαφορά της μέσης τιμής των μετρήσεων από την αληθή τιμή
Incubation   Επώαση Διαδικασία ανάπτυξης μικροοργανισμών ή χημικής αντίδρασης υπό ελεγχόμενη, σταθερή  θερμοκρασία.
Incubation   Επώαση Η περίοδος κατά την οποία παθογόνοι παράγοντες εγκαθίστανται σε μέρος του οργανισμού, ευνοϊκό για την ανάπτυξή τους.
Incubation period   Περίοδος επώασης Η περίοδος που μεσολαβεί ανάμεσα στην αρχική προσβολή από κάποιον παθογόνο παράγοντα και στην εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων.
Incubator   Eπωαστικός κλίβανος  Ηλεκτρική συσκευή με τις κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας όπου γίνεται τεχνητή επώαση.
Indirect antiglobulin test IAT Έμμεση εξέταση αντισφαιρίνης Η έμμεση δοκιμασία αντισφαιρίνης (IAT) ή η δοκιμασία Coombs χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των ομάδων αίματος.
Indirect Fluorecense Assay  IFA Έμμεσος ανοσοφθορισμός  
Infection   Μόλυνση Είσοδος μικροοργανισμών στον οργανισμό.
Infectious mononucleosis   Λοιμώδης Μονοπυρήνωση Η λοιμώδης μονοπυρήνωση ή ασθένεια του φιλιού είναι ένα κλινικό σύνδρομο που προκαλείται από τον ιό Epstein-Barr (EBV).
Infertility   Υπογονιμότητα  Η αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει σύλληψη και να αποκτήσει τέκνο έπειτα από τουλάχιστον ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών. 
Inflammation   Φλεγμονή  Το σύνολο των τοπικών και συστηματικών μηχανισμών που ενεργοποιεί ο οργανισμός αντιδραστικά μετά από την επίδραση σε αυτόν διαφόρων βλαπτικών παραγόντων.
Inflammatory   Φλεγμονώδης  Εντοπισμένη αντίδραση του οργανισμού συγκεκριμένου ιστού του σώματος που έχει προσβληθεί από κάποιο παθογόνο παράγοντα.
Inflammatory arthritis   Φλεγμονώδης αρθρίτιδα Αρθρίτιδα που προκαλεί φλεγμονή στα όργανα που αναπτύσσεται
Inflammatory bowel disease   Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου Νόσοι του εντέρου
Influenza Flu Γρίπη Ιογενής λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος που μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω αερομεταφερούμενων σταγονιδίων, την άμεση επαφή και την επαφή με μολυσμένες επιφάνειες.
Infractive index   Δείκτης διάθλασης Η σχέση του ικανότητας διάθλασης ενός μέσου προς το κενό.
Inhibin   Ανασταλτίνη Ορμόνη αναστέλλουσα τις ορμόνες αναπαραγωγής.
Injection   Ένεση Η μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου στους ιστούς ή στο αίμα με σύριγγα και βελόνα.
Inocula   Ενοφθαλμισμός Η εισαγωγή στον οργανισμό κάποιου μικροβιακού παράγοντα, ο οποίος είτε υπάρχει σε κάποιον άρρωστο άνθρωπο και ζώο είτε απομονώνεται εργαστηριακά σε καθαρή καλλιέργεια.
Inoculum   Εμβολιασμός Η μεταφορά του υπό εξέτασιν υλικού σε θρεπτικό υπόστρωμα με κρικοφόρο στειλεό,βαμβακοφόρο κλπ.
Insulin   Ινσουλίνη Ορμόνη που παράγεται από τα β-κύτταρα του παγκρέατος που ελέγχει τον μεταβολισμό και την κυτταρική πρόσληψη σακχάρων, πρωτεϊνών και λιπών.  
Insulin tolerance test ITT Δοκιμασία ανθεκτικότητας στην ινσουλίνη Μέθοδος προσδιορισμού ευαισθησίας στην ινσουλίνη (ή της ανθεκτικότητας).
Insulin-dependent diabetes mellitus IDDM Ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης Νόσος που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ψηλής ποσότητας γλυκόζης στο αίμα. 
Insulinomas    Ινσουλινώματα  Νευροενδοκρινείς όγκοι του παγκρέατος.
Intecive Care Unit ICU Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) Ειδική νοσοκομειακή μονάδα για ασθενείς που  λόγω της φύσεως της νόσου τους, του τραυματισμού ή της χειρουργικής επέμβασης τους, χρειάζονται σχεδόν συνεχή παρακολούθηση από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό.
Intermediate-density lipoprotein IDL Λιποπρωτείνη ενδιάμεσης πυκνότητας  Μία από τις πέντε κύριες ομάδες των λιποπρωτεινών η οποία ενεργοποιεί την μεταφορά των λιπιδίων και της χοληστερόλης.
Internal quality control IQC Εσωτερικός έλεγχος ποιότητας Σύνολο διαδικασιών που αναλαμβάνονται απο εργαστηριακό εκπρόσωπο για τον έλεγχο της λειτουργίας.
International Normalized Ratio INR Διεθνές Κανονικοποιημένο Πηλίκο Το INR υπολογίζει το χρόνο που χρειάζεται το αίμα για να πήξει και το συγκρίνει μ' ένα μέσο όρο.
International unit IU Διεθνής μονάδα Μονάδα η οποία δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά στα πλαίσια ενός κράτους,αλλά σε ένα σύνολο χωρών.
Internist   Γαστρεντερολόγος Ο γιατρός που εξειδικεύεται στη διάγνωση και θεραπεία παθήσεων του πεπτικού συστήματος.
Interstitial cells   Διάμεσα κύτταρα Διάμεσα κύτταρα του όρχεος που εκκρίνουν τεστοστερόνη.
Intestinal bacteria    Εντερικά βακτηρίδια Βακτήρια Enterobacter που υπάρχουν στην εντερική χλωρίδα του ανθρώπινου οργανισμού.
Intestinal fluid   Εντερικό υγρό Υγρό που παράγεται από επιθηλιακά κύτταρα του εντέρου μέσα στις κρύπτες του Lieberkuhn, συνίσταται από εξωκυττάριο υγρό και το pH του είναι ελαφρώς αλκαλικό.
Intestinal villi   Εντερικές λάχνες Λεπτές προσεκβολές του βλεννογόνου του εντέρου, στις οποίες οφείλεται η βελούδινη όψη του, ανάλογα με το σχήμα τους χωρίζονται στις νηματοειδής, κωνοειδής, θηλοειδής και πεταλοειδής και ο συνολικός αριθμός τους υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια
Intolerance   Δυσανεξία Η αδυναμία απορρόφησης θρεπτικών συστατικών των τροφίμων.
Intra-uterine insemination
 
IUI Ενδομήτρια σπερματέγχυση Αποτελεί τεχνική υποβοηθούμενης αναπαραγωγής όπου κατάλληλα επεξεργασμένο και προετοιμασμένο σπέρμα τοποθετείται μέσα στη μήτρα της γυναίκας με ειδικό μαλακό καθετήρα.
Intrinsic factor IF Εγγενής παράγοντας Πρωτεΐνη που παράγεται από τα τοιχωματικά κύτταρα του στομάχου και έχει ρόλο στη δέσμευση και τη μεταφορά της βιταμίνης Β12.
Introcytoplasmic sperm injection  ICSI Ενδοωαριακή έγχυση σπερματοζωαρίων  
Inverse   Αναστροφή Χρωμοσωμική ανωμαλία στην οποία τμήμα ενός χρωμοσώματος αναστρέφεται και επανασυνδέεται στο ίδιο χρωμόσωμα.
Iodine Ι2 Iώδιο  
Ion-capture immunoassay ICIA Τεχνολογία δέσμευσης ιόντων  
Ionized calcium   Ιονισμένο ασβέστιο Το ιονοσμενο ασβέστιο αντιπροσωπεύει την συγκεντρωση του ελεύθερου και του βιολογικά δραστικού ασβεστίου.
Ions   Ιοντα Τα άτομα ή η ομάδα ατόμων που φέρουν ηλεκτρικό φορτίο.
Iron deficiency anaemia   Σιδηροπενική αναιμία Η πιο συχνή μορφή αναιμίας που οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου.
Iron overload   Υπερφόρτωση σιδήρου Κατάσταση στην οποία τα αποθέματα σιδήρου στον οργανισμό είναι πάνω από το φυσιολογικό.
Irradiation   Ακτινοβολία  
Ischemia   Ισχαιμία Ελάττωση της κυκλοφορίας του αίματος σε ορισμένο μέρος ή όργανο του σώματος.
Islet Cell Antibody ICA Αντισώματα κατά των νησιδίων του παγκρέατος  
Islets of Langerhans   Νησίδες του παγκρέατος Συναθροίσεις κυττάρων της ενδοκρινούς μοίρας του παγκρεάτος
Isoelectric point pI Ισοηλεκτρικό σημείο Τιμή pH ενός μορίου ή του διαλύματος αυτού όπου το ηλεκτρικό του φορτίο είναι ουδέτερο.
Isometric plot   Ισομετρικό διάγραμμα, τρισδιάστατο νεφελόγραμμα κυττταρομετρίας  
Isopropanol   Ισοπροπανόλη Ισοπροπυλική αλκοόλη.

 

Τελευταία ενημέρωσηΣάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015