PaArticle Counting ImmmunoAssay | PACIA | Μικροσωματιδιακή ανοσοενζυμική ανάλυση | |
Packed cell volume | PVC | Αιματοκρίτης | Το ποσοστό των ερυθροκυττάρων στο ολικό αίμα. |
Palpitation | Ταχυκαρδία | Η κατάσταση κατά την οποία οι καρδιακοί παλμοί υπερβαίνουν τους 100 ανά λεπτό. | |
Pancreas | Πάγκρεας | Ενδοκρινής και εξωκρινής αδένας του πεπτικού συστήματος. | |
Pancreatic endocrine tumors | PET | Παγκρεατικοί ενδοκρινικοί όγκοι | Ενδοκρινείς όγκοι που προέρχονται από το πάγκρεας και είτε δεν εκκρίνουν κανένα προϊόν, είτε εκκρίνουν προΪόντα που δεν προκαλούν συγκεκριμένα κλινικό σύνδρομο. |
Pancreatic fluid | Παγκρεατικό υγρό | Υγρό που εκκρίνεται απο το πάγκρεας και περίεχει ένζυμα όπως το θρυψιγόνο | |
Pancreatic insufficiency | Παγκρεατική ανεπάρκεια | Ανικανότητα του παγκρέατος να παραγάγει και/ή να μεταφέρει ένζυμα για την διάσπαση των τροφών. | |
Pancreatitis | Παγκρεατίτιδα | Φλεγμονή του παγκρέατος. | |
Papillary cancer | Θηλώδες καρκίνωμα | Είδος καρκίνου του θυρεοειδούς αδένα. | |
Paracetamol | Παρακεταμόλη | Ασθενής αναστολέας της βιοσύνθεσης των προσταγλανδινών στο ΚΝΣ (αυτό εξηγεί τις αναλγητικές και αντιπυρετικές ιδιότητες της ουσίας). | |
Parafollicular cells | Παραθυλακιώδη κύτταρα | Μικρά απομονωμένα αθροίσματα από διαυγή κύτταρα όπου εκκρίνεται η καλσιτονίνη υπεύθυνη για τον μεταβολισμό του ασβεστίου. | |
Paralysis | Παράλυση | Εξασθένηση, μείωση ή απώλεια της ικανότητας για κίνηση λόγω βλάβης των νευρικών ινών ή των μυών (μέλους) του σώματος. | |
Parasite | Παράσιτο | Οργανισμός (ζωικός ή φυτικός) που ζει και αναπτύσσεται μαζί και σε βάρος άλλου οργανισμού, που χαρακτηρίζεται ξενιστής, από τον οποίο και τρέφεται με τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες. | |
Parasitosis | Παρασίτωση | Λοίμωξη που οφείλεται σε παράσιτο. | |
Parathyroid hormone | PTH | Παραθορμόνη | Πρωτεΐνη που εκκρίνεται από τους παραθυρεοειδείς αδένες και είναι πολύ σημαντική στη ρύθμιση του μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου. |
Parental cells antibodies | PCA | Αντισώματα κατά των τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου | |
Paroxysmal nocturnal hemoglobinouria | PNH | Παροξυσμική νυχτερινή αιμοσφαιρινουρία | Eπίκτητη κλωνική νόσος που οδηγεί στην αιμοσφαιρινουρία της νυχτερινές ώρες και χαρακτηρίζεται ως αναιμία ενδοκυτταρικού αιτίου |
Partial thromboplastin time | PTT | Χρόνος μερικής θρομβοπλαστίνης | Δοκιμασία μέτρησης της αποτελεσματικότητας της ενδογενούς πήξης και παρακολούθησης της επίδρασης αντιπηκτικών φαρμάκων. |
Particle counting immmunoAssay | PACIA | Ποσοτική μέθοδος προσδιορισμού αντιγόνων με μικροσυγκολλήσεις | |
Particles | Σφαιρίδια | Αναφέρεται σε μικροσκοπικά πλαστικά και μεταλλικά σφαιρίδια για την πρόσδεση μορίων. | |
Pasteur pipet | Σιφώνιο παστέρ | Γυάλινο ή πλαστικό σκεύος για τη μεταφορά υγρών. | |
Pathogen | Παθογόνος | Οργανισμός που προκαλεί τη νόσο | |
Pathologist | Παθολόγος | Γιατρός που έχει ειδικευθεί στην παθολογία. | |
Pathology | Παθολογία | Κλάδος της ιατρικής που εξετάζει τα συμπτώματα και την εξέλιξη μιας πάθησης. | |
PCR - Sequence Specific Primers | PCR-SSP | PCR με ειδικής αλληλουχίας εκκινητές | |
PCR –Sequence Specific Oligonucleotides | PCR-SSO | PCR με ειδικής αλληλουχίας νουκλεοτίδια | |
PCR- Single Strand Conformation Polymorphism | PCR-SSCP | Μονόκλωνα μόρια με πολυμορφική πρωτοταγή διαμόρφωση | |
Peak Expiratory Flow | PEF | Μέγιστη εκπνευστική ροή | Είναι η μέγιστη ροή του αέρα που επιτυγχάνεται κατά τη βίαιη εκπνευστική προσπάθεια μετά από τη μέγιστη εισπνοή. |
Peak Flow Meter | Ροόμετρο | Ειδική συσκευή που μετρά τη μέγιστη εκπνευστική ροή. | |
Pellet | Ίζημα | Το στερεό κατάλοιπο από αιώρημα σε υγρό. | |
Pelvic | Πύελος | Η "λεκάνη" που σχηματίζεται από τα δύο ανώνυμα οστά που συνδέονται μπροστά στην ηβική σύμφηση και πίσω με ιερό οστό. | |
Pelvic inflammatory disease | PID | φλεγμονώσης νόσος της πυέλου | Φλεγμονή της μήτρας,των σαλπίγγων και των ωοθηκών που μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα. |
Penicillin | Πενικιλίνη | Ευρέως φάσματος αντιβιοτικό. | |
Penicillium marneffei | Penicillium marneffei | Ενδημικός θερμικός δίμορφος μύκητας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για συστηματικές λοιμώξεις στον άνθρωπο. | |
Penis | Πέος | To ανδρικό αναπαραγωγικό όργανο. | |
Pentosuria | Πεντοζουρία | Η παρουσία πεντόζης στα ούρα που οφείλεται σε κατανάλωση ορισμένων φρούτων (κεράσι, σταφύλι, δαμάσκηνο) είτε σε σπάνια, καλοήθη αυτοσωματικά. | |
Peptic ulcer | PU | Πεπτικό έλκος | Είναι το πιο κοινό έλκος του γαστρεντερικού σωλήνα και σχετίζεται κατα 70-90% με το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού |
Peptide | Πεπτίδιο | Κάθε βιολογικής σημασίας χημική ένωση που περιέχει μικρό αριθμό αμινοξέων και συνήθως παίζει ρόλο ορμόνης. | |
Per Field | PF | Κατά οπτικό πεδίο | Ο συνηθισμένος τρόπος μέτρησης κυττάρων στο μικροσκόπιο όπου ο αριθμός των μικροσκοπικών στοιχείων συσχετίζεται με το εμβαδό του οπτικού πεδίου. |
Perimenopause | Περιεμμηνόπαυση | Μεταβατική περίοδος που ξεκινά από την αναπαραγωγική ηλικία της γυναίκας μέχρι την οριστική παύση της εμμηνορρυσίας. | |
Pernicious anemia | Κακοήθης αναιμία | Μορφή μεγαλοβλαστικής αναιμίας που οφείλεται σε ανεπάρκεια του ενδογενή παράγοντα. | |
Peroxidase | Υπεροξειδάση | Ένζυμο που χρησιμοποιείται συχνά σε ενζυμικούς προσδιορισμούς. | |
Peyer | Οζίδια λεμφικού ιστού στην επιφάνεια του εντέρου | ||
Peyer's patches | Αγελαία λεμφοζίδια | Λευκόφαια επάρματα του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου τα οποία αποτελούν συνάθροιση πολλών λεμφοζιδίων με σχήμα ελλειψοειδές ή ωοειδές. Ο αριθμός τους κυμαίνεται από δώδεκα έως σαράντα οκτώ και κατά μήκος από δυο έως δώδεκα εκατοστά. | |
Phagocyte | Φαγοκύτταρο | Οποιοδήποτε κύτταρο που τρώει μικροοργανισμούς ή άλλα κύτταρα ή ξένα σώματα. | |
Phagocytosis | Φαγοκυττάρωση | Μηχανισμός που πραγματοποιεί την καταστροφή μικροοργανισμών ή κυτταρικών θραυσμάτων | |
Phase contrast microscopy | Μικροσκοπία αντιθέτου φάσεως | Μέθοδος μικροσκοπίας, όπου η το φώς διέρχεται του παρατηρήσιμου αντικειμένου χωρίς να απαιτείται χρώση ή άλλη ειδική διαδικασία. | |
Phenotype | Φαινότυπος | Τα παρατηρούμενα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού π.χ. η μορφή του, η ανάπτυξή του, η συμπεριφορά του κ.α. | |
Phenylketonuria | PKU | Φαινυλκετονουρία | Κληρονομική διαταραχή που οφείλεται στην απουσία ενός ενζύμου που μεταβολίζει την φαινυλανανίνη προς τυροσίνη. |
Phmeter | Πεχάμετρο | Ηλεκτρική συσκευή μέτρησης του pH. | |
Phosphatase | Φωσφατάση | Ένζυμο υδρολάσης που ευθύνεται για την άρση των φωσφορικών ομάδων από πολλούς τύπους μορίων. | |
Phospholipid | Φωσφολιπίδιο | Είδος λιπιδίου που χρησιμοποιείται για την δημιουργία των βιολογικών μεμβρανών. | |
Phosporylation | Φωσφορυλίωση | Η χημική αντίδραση κατα την οποία η φωσφορυλομάδα προστίθεται σε ένα μόριο | |
Photoautotroph | Φωτοαυτότροφος | Οργανισμός που μπορεί να κατασκευάσει τις οργανικές ουσίες που χρειάζεται, χρησιμοποιώντας το φως ως πηγή ενέργειας. | |
Photodetector | Φωτοανιχευτής | Το εξάρτημα του φωτομέτρου ή άλλης ανάλογης συσκευής που δέχεται φωτόνια και τα μετατρέπει σε ηλεκτρικό ρεύμα. | |
Photometer | Φωτόμετρο | Ηλεκτρικό όργανο που μετρά την απορρόφηση ή την διαπερατότητα του φωτός καθώς αυτή περνά μέσα από ένα έγχρωμο, διαυγές διάλυμα. | |
p-hydroxyphenylacetic acid | HPAA | π-υδροξυφαινυλοξεικό οξύ | Φθορισμογόνο υπόστρωμα που χρησιμοποιείται σε ανοσοενζυμικούς προσδιορισμούς. |
Phytoestrogens | Φυτοοιστρογόνα | Είναι φυτά με ορμόνες παρόμοιες με αυτές των ανθρώπων, μπορούν να συνδεθούν στους υποδοχείς οιστρογόνων των ανθρώπινων κυττάρων και συμπεριφέρονται όπως τα οιστρογόνα. | |
Pipet | Πιπέττα | Σκεύος γυάλινο ή μηχανικό για τη μεταφορά μικρών ποσοτήτων υγρών. | |
Pituitary | Υπόφυση | Αδενας που αποτελεί μέρος του εγκεφάλου. | |
Pituitary glad | Αδένας της υπόφυσης (υπόφυση) | Ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στον εγκέφαλο. | |
Placebo | Εικονικό φάρμακο | Είναι μια πλαστή (εικονική) ιατρική παρέμβαση που μπορεί να παραγάγει το φαινόμενο της αυθυποβολής, δηλαδη μια ουσία χωρίς πραγματική δράση για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ασθενής. | |
Placenta | Πλακούντας | Είναι ένας μηχανισμός υπέυθυνος για την παροχή οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών από τη μητέρα στο έμβρυο, καθώς και για την απομάκρυνση διοξειδίου του άνθρακα και άλλων άχρηστων ουσιών από το έμβρυο. | |
Plasma | Πλάσμα αίματος | Υγρό που αποτελεί τη βάση του συνδετικού ιστού του κυκλοφορικού συστήματος, αποτελείται από τις πρωτεΐνες του πλάσματος και νερό (90%). | |
Plasma cells | Πλασματοκύτταρα | Β-λεμφικά κύτταρα που βρίσκονται στο τελικό στάδιο της διαφοροποιησής τους και παράγουν ανοσοσφαιρίνες. | |
Plate | Τρυβλίο | Ρηχό γυάλινο ή πλαστικό κυλινδρικό πιάτο που χρησιμοποιείται από τους βιολόγους για την καλλιέργεια μικροοργανισμών. | |
Platelet deviced growth factor | PDGF | Παράγοντας ενεργοποίησης αιμοπεταλίων | Παράγοντας ανάπτυξης που ρυθμίζει την κυτταρική διαίρεση και ανάπτυξη |
Platelets | PLTs | Αιμοπετάλια | Έμμορφα, απύρηνα συστατικά του αίματος που χρησιμεύουν στη πήξη. |
Platyhelminthes | Πλατυέλμινθες | Ατελή αμφισυμμετρικά σκωληκόμορφα ασπόνδυλα ζώα. | |
Pluripotent hemopoietic stem cell | P-HSC | Aρχέγονο πολυδύναμο αιμοποιητικό κύτταρο | Mητρικά κύτταρα των αιμοποιητικών κυτταρικών σειρών του αίματος |
Pneumatic tube | Αυτόματο ταχυδρομείο | Ταχυδρομείο μεταξύ ορόφων όπου με πίεση αέρα κινείται ταχέως ειδική βολίδα. | |
Pneumocystis jiroveci/carinii | PCP | Πνευμοκύστης | Είδος μύκητα που προσβάλλει ανοσοκατασταλμένα άτομα (HIV θετικά) και προκαλλεί πνευμοκύστωση ή πνευμοκυστική πνευμονία. |
P-nitrophenol-b-D-galapyranoside | PNPG | π-νιτροφαινυλο-β-D-γαλακτοπυρανοσίδη | Υπόστρωμα ανοσοενζυμικών προσδιορισμών. |
p-nitrophenyl-phosphate | p-NP | π-νιτροφαινυλο-φωσφατάση | Χρωμογόνο υπόστρωμα που χρησιμοποιείται σε ανοσοενζυμικούς προσδιορισμούς. |
Podocytes | Ποδοκύτταρα | Τα σπλαχνικά επιθηλιακά κύτταρα του σπειράματος. | |
Point to point | Σημείο προς σημείο | Μέθοδος υπολογισμού της καμπύλης αναφοράς όπου ενώνονται με ευθύγραμμα τμήματα τα σήματα των βαθμονομητών. | |
Points-of-care | POC | Εγκαταστάσεις περίθαλψης | Οι εγκαταστάσεις στις οποίες παρέχονται οι υπηρεσίες των ασθενών. |
Poisoning | Δηλητηρίαση | Κατάσταση εκδήλωσης διαφόρων συμπτωμάτων, όταν ο οργανισμός προσβληθεί από ουσίες που του προκαλούν διαταραχές. | |
Poliomyelitis | Polio | Πολιομυελίτιδα | Oξεία ιογενής μολυσματική ασθένεια που μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, κυρίως μέσω του στόματος και των κοπράνων. |
Polycystic ovarian syndrome | PCOS | Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών | Γυναικεία ενδοκρινική διαταραχή που μπορεί να επηρεάσει τον εμμηνορρυσιακό κύκλο μιας γυναίκας, την γονιμότητά της, τις ορμόνες της ή πτυχές της εμφάνισής της. |
Polymerase Chain Reaction | PCR | Αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης | Εργαστηριακή μέθοδος για την παρασκευή πολύ μεγάλου αριθμού αντιγράφων DNA με σκοπό την ανίχνευση ή καταμέτρηση συγκεκριμένων γονιδίων του γενετικού υλικού. |
Polymerization | Πολυμερισμός | Η συνένωση μικρών μορίων που ονομάζονται μονομερή, προς σχηματισμό ενός μεγαλύτερου μορίου, που ονομάζεται πολυμερές. | |
Polysaccharides | Πολυσακχαρίτες | Ο πολυσακχαρίτης, είναι ένα πολλαπλό σάκχαρο με δομή σαν αλυσίδα ή διακλαδωμένη από πολλές μονάδες μονοσακχαριτών και που ενώνονται μεταξύ τους με αντιδράσεις συμπύκνωσης. | |
Porphyria cutanea tarda | PCT | Βραδεία δερματική πορφυρία | Ο πιο κοινός τύπος πορφυρίας, ο οποίος εμφανίζεται μετά τη μέση ηλικία με δερματολογικά συμπτώματα στις εκτεθειμένες στον ήλιο περιοχές του σώματος. |
Porphyrias | Πορφυρίες | Ομάδα ασυνήθιστων ασθενειών που εκδηλώνουν συμπτώματα σχετικά με το νευρικό σύστημα ή/και το δέρμα. | |
Porphyrins | Πορφυρίνες | Πρόδρομα μόρια της αιμοσφαιρίνης και παίζουν σημαντικό ρόλο στην αναπνοή. | |
Portable medical device | Φορητή ιατρική συσκευή | Φορητή ιατρική συσκευή που χρησιμεύει στη θεραπεία ή στη διάγνωση. | |
Postcoital | Μετασυνουσιαστική | Mετά τη συνουσία. | |
Postcoital test | PCT | Μετασυνουσιαστική εξέταση | Γνωστή και ως εξέταση Sims, εξέταση Huhner ή εξέταση Sims-Huhner - είναι ένα τεστ για την αξιολόγηση της υπογονιμότητας και εξετάζει την αλληλεπίδραση μεταξύ του σπέρματος και της βλέννας του τραχήλου της μήτρας. |
Postlaparotomic | Μεταλαπαροτομικό | Κάτι που έχει επέλθει μετά από λαπαροτομική επέμβαση. | |
Postoperative infections | Μετεγχειρητικές λοιμώξεις | Λοιμώξεις οι οποίες εμφανίζονται μετά από κάποια χειρουργική επέμβαση. | |
Postural proteinuria | OPTU | Oρθοστατική λευκωματουρία | Αυξημένη πρωτεΐνiκή απέκκριση κατά την παραμονή σε όρθια θέση και φυσιολογική έκκριση πρωτεΐνης σε ύπτια ή οριζόντια θέση. |
Potassium | K | Κάλιο | Θετικό ιόν που ανήκει στην ομάδα των ηλεκτρολυτών. |
Povidone Iodine | Ιωδοφόρα | Ουσίες που μεταφέρουν ιώδιο, χρησιμοποιούνται στην αντισηψία. | |
Predection | Πρόβλεψη | Πρόβλεψη για την εξέλιξη μιας νόσου. | |
Prednisone | Πρεδνιζόνη | Κορτικοστεροειδές φάρμακο το οποίο βοηθά στην καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος και τη θεραπεία της φλεγμονής. | |
Pre-eclampsia | Προεκλαμψία | Κατάσταση που εμφανίζεται κατά την διάρκεια της κύησης και παρουσιάζει χαρακτηριστική αύξηση της αρτηριακής πίεσης. | |
Pregnadiol | Πρεγνανδιόλη | ||
Pregnancy | Εγκυμοσύνη | Η γονιμοποίηση και η ανάπτυξη ενός ή περισσότερων εμβρύων στη μήτρα μιας γυναίκας | |
Prenatal hydronephrosis | Προγεννητική Υδρονέφρωση | Συγγενής ανωμαλία του ουροποιητικού συστήματος. | |
Preventing | Πρόληψη | Ενέργειες, μέτρα που στοχεύουν στο να αποτρέψουν, να εμποδίσουν την εμφάνιση διάφορων αρνητικών, βλαπτικών φαινομένων ή καταστάσεων. | |
Primary Aldosteronism | PA | Πρωτοπαθής αδοστερονισμός | Σύνδρομο το οποίο σχετίζεται με την αυξημένη παραγωγή αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια. |
Primary biliary cirrhosis | PBC | Πρωτοπαθής χολική κίρρωση | Νόσος αγνώστου αιτιολογίας. Χαρακτηρίζεται από προοδευτική καταστροφή των μικρών ενδοηματικών χοληφόρων. |
Primary pathogens | Πρωτογενή παθογόνα | Είδη παθογόνων που προκαλούν την βασική λοίμωξη για να ακολουθήσουν ενδεχομένως και άλλη λόγω της πτώσης της άμυνας του οργανισμού. | |
Primary Sclerosing Cholangitis | PSC | Πρωτοπαθής Σκληρυντική Χολαγγειίτιδα | Χρόνια κατάσταση χολόστασης (παρεμπόδιση της παροχέτευσης της χολής), που χαρακτηρίζεται από ίνωση (σκλήρυνση) και φλεγμονή των ενδο- και εξωηπατικών χοληφόρων πόρων. |
Primers | Εκκινητές | Αλληλουχία νουκλεοτιδίων που χρησιμοποιούνται για την έναρξης της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης γνωστής και ως PCR. | |
Probiotics | PRO | Προβιοτικά | Ομάδες γαλακτοβακίλλων στο ανώτερο και κατώτερο τμήμα του εντέρου. |
Progesterone | PRG | Προγεστερόνη | Στεροειδική ορμόνη, υπεύθυνη για τις αλλαγές στο ενδομήτριο στο δεύτερο ήμισυ του εμμηνορυσιακού κύκλου το οποίο προετοιμάζεται για την εμφύτευση της βλαστοκύστης. |
Prognosis | Πρόγνωση | Ιατρικός όρος για την πρόβλεψη της πιθανής εξέλιξης της κατάστασης ενός ασθενή | |
Progressive movement | Προωθητική κίνηση | Η γρήγορη κίνηση των σπερματοζωαρίων | |
Prolactin | PRL | Προλακτίνη | Ορμόνη που παράγεται από την πρόσθια υπόφυση και μαζί με τα οιστρογόνα και την προγεστερόνη διεγείρει την ανάπτυξη του μαστού και τον σχηματισμό γάλακτος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. |
Prolactinoma | Προλακτίνωμα | Καλοήθης όγκος της υπόφυσης που παράγει την προλακτίνη. | |
Prolefaration | Υπερπλασία | Αναπαραγωγή ή πολλαπλασιασμός παρόμοιων μορφών, ειδικά κυττάρων. | |
Proliferating cell nuclear antigen | PCNA | Πυρηνικό αντιγόνο των κυττάρων που πολλαπλασιάζονται | Πρωτείνη που δρα ως παράγοντας για την ικανότητα λειτουργίας της δέλτα DNA πολυμεράσης στα ευκαρυωτικά κύτταρα. |
Proliferation inhibiting factor | Παράγοντας αναστολής πολλαπλασιασμού | Λεμφοκίνη η οποία παρεμποδίζει την κυτταρική διαίρεση. | |
Propanol | Προπανόλη | Αλκοόλη με τρία άτομα άνθρακα που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια ως αντιδραστήριο. | |
Proprioceptive neuromuscular facilitation | PNF | Ιδιοϋποδεκτική νευρομυϊκή υποβοήθηση | Τεχνική με την οποία ερεθίζονται οι μύες προς παραγωγή νευρικών σημάτων στον εγκέφαλο. |
Propylamine | Προπυλαμίνη | Κεκορεσμένη πρωτοταγής αμίνη η οποία είναι άχρωμο υγρό, με έντονη οσμή που μοιάζει μ' αυτήν της αμμωνίας και συμπεριφέρεται ως ασθενής βάση αφού είναι αμίνη. | |
Prostaglandins | PE | Προσταγλανδίνες | |
Prostate | Προστάτης | Εξωκρινής αδένας που παράγει έκκριμα που διεγείρει την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων υπεύθυνος για την χαρακτηριστική οσμή του σπέρματος. | |
Prostate specific antigen | PSA | Ειδικό προστατικό αντιγόνο | Γλυκοπρωτείνη, 237 αμινοξέων που παράγεται από τα προστατικά επιθηλιακά κύτταρα και η κύρια λειτουργία του είναι η υγροποίηση του σπέρματος. |
Prostatitis | Προστατίτιδα | Μια φλεγμονή του προστάτη αδένα. | |
Prostymma | Πρόστυμμα | Ουσία που ενισχύει χρωστικές | |
Protein | Πρωτεΐνη | Επιμήκη ή κυκλικό βιομόριο που αποτελείται από δύο έως χιλιάδες αμινοξέα. | |
Protein 3 | PR3 | Πρωτεινάση-3 | Είδος αυτοαντισώματος ANCA. |
Protein residue | Αμινοξύ | Τα συστατικά τεμάχια των πρωτεινών δηλαδή τα αμινοξέα. | |
Proteinuria | Πρωτεϊνουρία | Η παρουσία πρωτείνης στα ούρα οφειλώμενης κυρίως σε νεφρικές νόσους. | |
Prothrombin Time | PT | Χρόνος Προθρομβίνης | Εξέταση που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της εξωγενούς πήξης, μαζί με τη μέτρηση aPTT χρησιμοποείται για τον υπολογισμό της ενδογενούς πήξης. |
Protozoa | Πρωτόζωα | Μονοκύτταροι ευκαριωτικοί οργανισμοί που ανήκουν στο βασίλειο των Πρωτίστων. | |
Prozone effect | Φαινόμενο προζώνης | Ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα σε ιζηματινοαντιδράσεις όταν το αντιγόνο είναι σε περίσσεια. | |
Psoriasis | Ψωρίαση | χρόνια,μη μεταδοτική αυτοάνοση ασθένεια που επηρεάζει το δέρμα και τις αρθρώσεις | |
Psycology | Ψυχολογία | Ακαδημαϊκή και εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται με την επιστημονική μελέτη των συμπεριφορών του ανθρώπου και των ζώων. | |
Pulmonary edema | Πνευμονικό οίδημα | H συλλογή πλάσματος αίματος στις πνευμονικές κυψέλσες και στον διάμεσο πνευμονικό ιστό λόγω καρδιακής ανεπάρκειας. | |
Pulmonary Embolism | PE | Πνευμονική Εμβολή | Οξεία σοβαρή πάθηση που μπορεί να απειλήσει τη ζωή λόγω του ότι μία αρτηρία μέσα στους πνεύμονες κλείνει από ένα έμβολο. |
Pulse oximetry | Παλμική οξυμετρία | Μια ευρέως χρησιμοποιούμενη μη επεμβατική μέθοδος για την παρακολούθηση της αρτηριακής οξυγόνωσης. | |
Pulse pressure | PP | Πίεση παλμού | |
Purine | Πουρίνη | Μία από τους δύο τύπους βάσεων, ετεροκυκλικής αρωματικής οργανικής ένωσης, που βρίσκονται στα νουκλεινικά οξέα και έχουν δομή διπλού δακτυλίου, όπως είναι η αδενίνη και η γουανίνη. | |
Pus cells | Πυοσφαίρια | Νεκρά λευκοκύτταρα. | |
Pyelonephritis | Πυελονεφρίτιδα | Μόλυνση των νεφρών από μικροοργανισμούς, ουρολοίμωξη ανώτερου ουροποιητικού | |
Pyospermia | Πυοσπερμία | H παρουσία πυοσφαιρίων στο σπέρμα. | |
Pyuria | Πυουρία | Η ύπαρξη λευκών αιμοσφαιρίων (πυοσφαιρίων) στα ούρα ως αποτέλεσμα φλεγμονής |
Τελευταία ενημέρωση: Σάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015