Radial Immunodiffusion  RID Ακτινωτή ανοσοδιάχυση  
Radio frequency RF Eναλλασόμενο υψίσυχνο ρεύμα Συχνότητα ρεύματος που χρησιμοποιείται στη κυτταρομετρία ροής για τον προσδιορισμό του όγκου των κυττάρων.
Radio ImmunoSorbent Test RAST Ραδιοαλλεργιολογική απορροφητική διαδικασία Ραδιοανοσολογική μέθοδος προσδιορισμού της συγκέντρωσης αλλεργιογόνων.
RadioImmunoAssay  RIA Pαδιοανοσολογική μέθοδος Ανταγωνιστική μέθοδος προσδιορισμού της συγκέντρωσης αντιγόνων με ραδιοισότοπα.
Random urine   Τυχαίο δείγμα ούρων Μέρος του συνολικού ποσού των ούρων που αποβάλλονται ανά ημέρα.
Range   Εύρος Η απόσταση δύο ορίων ανάμεσα στα οποία περιέχονται οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας.
Rapid urease test RUT Ταχεία δοκιμασία ουρεάσης Δοκιμασία ανίχνευσης του Helicobacter pilory με βάση την ικανότητά του να εκκρίνει το ένζυμο ουρεάση με το οποίο καταλύει τη μετατροπή της ουρίας σε αμμωνία και διοξείδιο του άνθρακα.
Rash   Εξάνθημα Φλεγμονή του δέρματος που χαρακτηρίζεται από αλλαγές στο χρώμα ή/και στην υφή του.
Ra-test  RF Δοκιμασία μέτρησης ρευματοειδή παράγοντα  
Ratio of aldosterone to renin ARR Λόγος αλδοστερόνη/ρενίνη Χρησιμοποιείται για την διαγνωση ύπαρξης πρωτοπαθή αλδοστερονισμού.
Rayleigh equation   Εξίσωση για την σκέδαση του φωτός  
Raynaud's phenomenon   Σύνδρομο Raynaud Είναι η κατάσταση όπου η κυκλοφορία του αίματος στα άκρα, διακόπτεται ξαφνικά. Το φαινόμενο οφείλεται σε σπασμό των μικρών αρτηριών των δακτύλων και κατα τη διάρκεια του επεισοδίου εμφανίζονται αλλαγές του χρώματος του δέρματος (ωχρό ή μπλε), μούδιασμα και πόνος.
Reactive lemphocytes   Aντιδραστικά λεμφοκύτταρα Λεμφοκύτταρα που γίνονται μεγάλα λόγω της διέγερσης του αντιγόνου.
Reactive Oxygen Species ROS Ενεργείς ενώσεις οξυγόνου Τοξικές ουσίες για πολλά κύτταρα συμπεριλαμβανομένων των σπερματοζωαρίων.
Reagent   Αντιδραστήριο Ουσία ή χημική ένωση που συμμετέχει σε χημική αντίδραση.
Receptor   Υποδοχέας Ειδικό πρωτεϊνικό τμήμα της μεμβράνης του κυττάρου, με το οποίο συνδέεται μια ουσία που επιδρά στη λειτουργία του κυττάρου. 
Red blood cells RBC Ερυθρό αιμοσφαίριο Aπύρηνο ώριμο κύτταρο της ερυθράς σειράς που μεταφέρει οξυγόνο
Reductionism   Αναγωγή Πρόσληψη ηλεκτρονίων και μείωση του αριθμού οξείδωσης.
Reflectance method   Μέθοδος ανάκλασης Μέθοδος προδιορισμού της συγκέντρωσης ουσιών στις ταινίες ούρων με τη χρήση δέσμης φωτός που προσπίπτει σε αυτές στους αναγνώστες ταινιών ούρων.
Refractive index   Δείκτης διάθλασης Η σχέση του ικανότητας διάθλασης ενός μέσου προς το κενό.
Refractometer   Διαθλασίμετρο Μηχανικό ή ηλεκτρικό όργανο προσδιορισμού του δείκτη διάθλασης.
Refractory anemia   Απλαστική αναιμία Αναιμικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από έλλειψη όλων των τύπων των κυττάρων του αίματος και μείωση ή εξαφάνιση των κυτταρικών σειρών στο μυελό των οστών.
Relapse   Υποτροπή Επαναμφάνιση της νόσου του ασθενούς μετά από μερικούς μήνες.
Relative Centrifuge Force RCF Σχετική φυγόκεντρος δύναμη Μέγεθος εκτίμησης της φυγοκέντρου δυνάμεως που πρέπει να ασκηθεί σε ένα διάλυμα για να διαχωριστούν τα στερεά συστατικά του.
Relative density   Σχετική πυκνότητα Ο λόγος της πυκνότητας μιας ουσίας προς την πυκνότητα ενός δεδομένου υλικού αναφοράς.
Relative light Units  RLU Μονάδα μέτρησης χημειοφωταύγειας Μονάδα μέτρησης του σήματος της χημειοοφωταύγειας.
Relative volumic mass   Σχετική πυκνότητα Ο λόγος της πυκνότητας μιας ουσίας προς την πυκνότητα ενός δεδομένου υλικού αναφοράς.
Renal   Νεφρικό Όργανο του ανθρώπινου σώματος που έχουν ως κύριο ρόλο τους την αποβολή των παραπροιόντων του μεταβολισμού 
Renal colic   Κολικός νεφρού Οξεία πλήρη ή μερική απόφραξη του ουρητήρα εξαιτίας συνήθως κάποιου λίθου.
Renal concentrating capacity   Συμπυκνωτική ικανότητα νεφρού Η ικανότητα του νεφρού να εκκρίνει στα ούρα υψηλές συγκεντρώσεις διαλυμένων ουσιών από το πλάσμα του αίματος.
Renal epithelium cells   Νεφρικά επιθηλιακά κύτταρα  
Renal failure   Νεφρική ανεπάρκεια Η ανεπάρκεια του νεφρώνα να διηθήσει ή να επαναρροφήσει σωστά τα συστατικά του αίματος.
Renal glycosuria   Νεφρική γλυκοζουρία Η απέκκριση της γλυκόζης με τα ούρα. 
Renal stone   Νεφρικός λίθος Μικρό, σκληρό κοίτασμα από μεταλλικά και όξινα άλατα που σχηματίζεται εσωτερικά του νεφρού.
Renin    Ρενίνη Ένζυμο το οποίο καταλύει τη μετατροπή του αγγειοτασινογόνου σε αγγειοτασίνη Ι.
Repeatability   Επαναληψιμότητα Δυνατότητα μιας μεθόδου να δίδει παρόμοια αποτελέσματα σε επαναλαμβανόμενες μετρήσεις υπό τις ίδιες συνθήκες μέτρησης.
Replicate   Παρασκεύασμα Κάτι που φτιάχτηκε με συγκεκριμένο τρόπο με την χρήση άλλων χημικών ή οργανικών ουσιών.
Reproducibility   Αναπαραγωγιμότητα Δυνατότητα μιας μεθόδου να δίδει παρόμοια αποτελέσματα σε επαναλαμβανόμενες μετρήσεις υπό διαφορετικές συνθήκες μέτρησης.
Reproductive system   Αναπαραγωγικό σύστημα Σύστημα οργάνων που αποσκοπεί στην αναπαραγωγή των έμβυων όντων.
Reps Per Minute  RPM Στροφές ανά λεπτό Ο αριθμός των στροφών που κάνει ο άξονας της φυγοκέντρου στη μονάδα του χρόνου.
Residue   Κατάλοιπο Υλικό που παραμένει μετά την απόσταξη ή εξάτμιση ενός, ή τμήμα ενός μεγαλύτερου μορίου.
Respiratory Syncytial Virus RSV Αναπνευστικός συγκυτιακός ιός Αποτελεί την πιο συχνή αιτία ιογενούς λοίμωξης του αναπνευστικού˙ προσβάλει κυρίως μικρά παιδιά,  ηλικιωμένους ή άτομα ανοσοκατεσταλμένα προκαλώντας πνευμονία ή βρογχιολίτιδα.
Respiratory system   Αναπνευστικό σύστημα Σύστημα οργάνων που χρησιμεύουν στην πρόσληψη του ατμοσφαιρικού αέρα από το περιβάλλον, την εισαγωγή του στους πνεύμονες και την αποβολή CO2.
Restless legs syndrome RLS Σύνδρομο ανήσυχων ποδιών Νευρολογική πάθηση που χαρακτηρίζεται από ακατανίκητη ανάγκη κίνησης των ποδιών.
Restriction Fragment Length Polymorphisms RFLP Ανάλυση πολυμορφισμών μήκους θραύσματος από περιοριστικό ένζυμο Μέθοδος μοριακής βιολογίας με εφαρμογή και στις μεταμοσχεύσεις.
Reticulin    Ρετικουλίνη Λευκωματοειδής πρωτεϊνη στον συνδετικό ιστό και πρόδρομος του κολλαγόνου ιστού.
Reticulocytes   Δικτυοερυθροκύτταρα Aνώριμα ερυθροκύτταρα που προέρχονται από τους οξύφιλους (ορθοχρωματικούς) ερυθροβλάστες έπειτα από την απώλεια του πυρήνα των τελευταίων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της ερυθροποίησης. Ονομάζονται δικτυοερυθροκύτταρα λόγω της παρουσίας στο κυτταρόπλασμά τους ενός δικτύου ριβοσωματικού RNA. 
Reticuloendothelial system RES Δικτυοενδοθηλιακό σύστημα Ετερογενές άθροισμα ειδικών κυττάρων διασκορπισμένα σε διάφορα όργανα, τα οποία αποτελούν ένα σύστημα. 
Retina   Αμφιβληστροειδής Βακτηριακή λοίμωξη που προσβάλλει οποιοδήποτε τμήμα του ουροποιητικού συστήματος.
Retrograde ejaculation   Παλίνδρομη εκσπερμάτιση Η είσοδος του σπέρματος στην ουροδόχο κύστη κατά τη διάρκεια της εκσπερμάτισης.
Reumatoid factor RF Ρευματοειδής παράγοντας Ανοσοσφαιρίνες η παρουσία των οποίων υποδηλώνει την ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Reverse triiodothyronine rT3 Ανάστροφη Τ3 Αδρανοποιημένο ισομερές της θυρεοειδικής ορμόνης Τ3 που παράγεται σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις.
Rheumatic fever   Ρευματικός πυρετός Φλεγμονώδης νόσος που προσβάλλει πολλά όργανα και οφείλεται σε β-αιμολυτικό στρεπτόκοκκο ομάδας Α.
Rheumatoid arthritis RA Ρευματοειδής αρθρίτιδα Xρόνια, συμμετρική, πολυαρθρική, αλλά και συστηματική φλεγμονώδης νόσος, που προσβάλει κυρίως τον αρθρικό υμένα των μικρών αρθρώσεων. 
Rheumatoid Factor RF Ρευματοειδής παράγοντας Εξέταση που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας προσδιορίζοντας τη γκέντρωση του RF στο αίμα, ανευρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στη ρευματοειδή αρθρίτιδα και στο σύνδρομο Sjögren.
Rhodium Rh Ρόδιο Χημικό στοιχείο που πήρε το όνομά του από το όνομα του τραντάφυλλου-ρόδου.
Ribosome   Ριβόσωμα Μεγάλη και πολύπλοκη μοριακή μηχανή, που βρίσκεται μέσα σε όλα τα ζωντανά κύτταρα και χρησιμεύει ως η θέση της βιολογικής σύνθεσης πρωτεΐνης (μετάφραση).
Ribozyme   Ριβοένζυμο Μόριο RNA που έχει καταλυτικές ιδιότητες.
Rickets    Ραχίτιδα Νόσος της ανάπτυξης των οστών στα παιδιά.
Ring sideroblast   Δακτυλιοειδής σιδεροβλάστη Παθολογική βλάστη όπου σχηματίζεται δακτύλιος σιδήρου γύρω από τον πυρήνα του ανώριμου ερυθροκυττάρου
Risk factor RF Παράγοντας κινδύνου Οποιοσδήποτε παράγοντας που αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης κάποιας νόσου πχ κάπνισμα
Rocket ImmunoElectroPhoresis RIEP Ανοσοηλεκτροφόρηση πύραυλος Μέθοδος ανοσοηλεκτρόρησης για την ποσοτική εκτίμηση αντιγόνων.
Rodosa agar   Rodosa άγαρ Υλικό ανάπτυξης καλλιέργειας γαλακτοβακίλλων.
Rotavirus   Ροταϊός Ανθεκτικός ιός που αποτελεί την βασική αιτία οξείας γαστρεντερίτιδας στα παιδιά.
Round cells   Στρογγυλά κύτταρα Άωρα κύτταρα σπερματογένεσης ή πυοσφαίρια.
Rubella   Ερυθρά Παιδική νόσος που προκαλείται από τον ιό της ερυθράς, γνωστή και ως γερμανική ιλαρά, χαρακτηρίζεται από πυρετό, εξάνθημα και καταρροή.
Rubidium Rb Ρουβίδιο Χημικό στοιχείο του οποίου το όνομα οφείλεται στο βαθύ κόκκινο χρώμα των φασματικών γραμμών του στοιχείου.

 

Τελευταία ενημέρωσηΣάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015