T Cells Receptors | TCR | Υποδοχείς Τ κυττάρων | Χαρακτηριστικοί υποδοχείς των Τ-κυττάρων για την σύνδεση με αντιγόνα. |
T cytatoxic | Tc | Κυτταροτοξικά κύτταρα | |
T helper ή T4 | TH | Τ-βοηθητικά κύτταρα | |
T8 | Τ-κυτταροτοξικά κύτταρα | ||
Tail | Ουρά | Ουρά των σπερματοζωαρίων ή άλλων κυττάρων ή οργανισμών. | |
Taq polymerase | Πολυμεράση DNA που χρησιμοποιείται στην PCR | Ένζυμο που χρησιιμοποιείται στις δοκιμασίες μοριακής βιολογίας για τον πολλαπλασιασμό του γεννετικού υλικού. | |
Target cells | Στοχοκύτταρα | Μικρό παθολογικό ερυθροκύτταρο που έχουν μορφή στόχου. | |
Temperature | T | Θερμοκρασία | Η φυσική ποσότητα που μετρά την ενέργεια κίνησης ή ταλάντωσης της ύλης σε ατομικό επίπεδο. |
Temperature compensation | Διόρθωση θερμοκρασίας | Η διόρθωση της θερμοκρασίας που απαιτείται για τον προσδιορισμό του ειδικού βάρους. | |
Temporomandibular joint | Κροταφοφναθική άρθρωση | Άρθρωση που βρίσκεται στο κρανίο και συνδέει το οστό της άνω γνάθου με με το αντίστοιχο της κάτω γνάθου εξυπηρετώντας πολλές λειτουργίες του οργανισμού. | |
Tendinitis | Τενοντίτιδα | Φλεγμονή του τένοντα. | |
Terasaki | Πλάκα μικρολεμφοκυτταροτοξικότητας. | Ειδική πλάκα μικροσκόπισης για την τυποποίηση HLA | |
Teratospermia | Τερατοσπερμία | Ο υπερβολικός αριθμός σπερματοζωαρίων ανώμαλων μορφών σε ένα δείγμα σπέρματος. | |
Test Tube Rack | Στατώ | Μεταλλικό ή πλαστικό σκεύος που βοηθά να στέκονται όρθια σωληνάρια όπως δοκιμαστικοί σωλήνες. | |
Testicular lobule | Ορχικά λοβία | Λοβία μέσα στους όρχεις που περιέχουν τα σπερματικά σωληνάρια μέσα στα οποία υπάρχει το σπερματικό επιθήλιο που περιέχει κύτταρα | |
Testis - testicle | Όρχις | Το ανδρικό όργανο παραγωγής των σπερματοζωαρίων. | |
Testosterone | Τεστοστερόνη | Oρμόνη υπεύθυνη για την ανάπτυξη των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του ανδρικού φύλου. | |
Tetanus | Τέτανος | Λοιμώδης ασθένεια προκαλούμενη από το κλωστηρίδιο του τετάνου. | |
Thalassemia | Θαλασσαιμία | Κληρονομική αυτοσωμική υπολειπόμενη νόσος η οποία οφείλεται σε έλλειψη ή μετάλλαξη γονιδίου και έχει ως αποτέλεσμα τη μειωμένη σύνθεση μίας εκ των σφαιρινών που αποτελούν την αιμοσφαιρίνη. | |
Theurapeutic phlebotomy | Θεραπευτική φλεβοτομή | Θεραπεία σε ακραία αιμοχρωμάτωση όπου κάνουμε περιοδική αφαίρεση συγκεκριμένης ποσότητας αίματος. | |
Thiazide Diuretics | Διουρητικά θειαζίδης | Διουρητικά για την θεραπεία υπέρτασης και οιδήματος από καρδιακή, ηπατική και νεφρική νόσο | |
Thoracic cavity | Θωρακική κοιλότητα | Κοιλότητα του σώματος μεταξύ του λαιμού και του διαφράγματος | |
Thrombocytopenia | Θρομβοκυτταροπενία | Η θρομοβοκυτταροπενία είναι η πτώση του αριθμού των αιμοπεταλίων του αίματος. | |
Thrombophilia | Θρομβοφιλία | Ανωμαλία στην πήξη του αίματος, η οποία αυξάνει τον κίνδυνο θρόμβωσης, δηλαδή δημιουργία θρόμβου μέσα σε ένα αγγείο. | |
Thrombosis | Θρόμβωση | Τοπική πήξη ή θρόμβωση του αίματος σε ένα τμήμα του κυκλοφορικού συστήματος. | |
Thymine | T | Θυμίνη | Αζωτούχος βάση (πυριμιδίνη) που συμμετέχει στη δομή του νουκλεικού οξέος DNA. |
Thymus | Θύμος αδένας | Όργανο του ανοσοποιητικού συστήματος, που συμμετέχει στην ανάπτυξη και διαφοροποίηση των λεμφοκυττάρων, που παράγουν τα αντισώματα | |
Thyroglobin ή Thyroglobulin | Θυρεοσφαιρίνη | Πρωτεΐνη που είναι συνδεδεμένη με την ορμόνη Τ4 όταν αυτή είναι αποθηκευμένη στον θυρεοειδή. | |
Thyroid | Θυρεοειδικός | Κάθε μεταβολικό φαινόμενο που αφορά τον αδένα του θυροειδή. | |
Thyroid hormones | Θυρεοειδικές ορμόνες | Ορμόνες που παράγονται από το θυρεοειδή αδένα και είναι υπεύθυνες για τη ρύθμιση του μεταβολισμού. | |
Thyroid peroxidase | TPO | Θυρεοειδική υπεροξειδάση | Βασικό ένζυμο των θυρεοειδικών κυττάρων. |
Thyroid stimulating hormone receptor | TSHR | Υποδοχέας της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης | Υπευθυνος υποδοχέας για τη φυσιολογική πρόσδεση της TSH, την πρόσληψη ιωδίου και την επακόλουθη παραγωγη και έκκριση των θυρεοειδικων ορμονών. |
Thyroid-stimulating hormone | TSH | Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη ή θυρεοτροπίνη | Ορμόνη που παράγεται από την υπόφυση και διεγείρει το θυρεοειδή αδένα προς παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών. |
Thyroid-stimulating hormone receptor antibody | TRAb | Αντίσωμα του υποδοχέα της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης | Αντίσωμα που συνδέεται με τον υποδοχέα των θυρεοειδών ορμονών προκαλώντας πρόβλημα στην σύνδεσή αυτών με τον υποδοχέα τους. |
Thyroid-stimulating immunoglobulin | TSI | Ανοσοσφαιρίνη διέγερσης του θυρεοειδούς | Αντίσωμα που παράγεται κατά την νόσο Graves. |
Thyrotropin-releasing hormone | TRH | Εγκλητική ορμόνη της θυρεοτροπίνης | Ορμόνη που παράγεται από τον υποθάλαμο και διεγείρει την υπόφυση να παράγει και να απελευθερώσει την θυρεοειδοτρόπο ορμόνη ή θυρεοτροπίνη (TSH). |
Thyroxine | Τ4 | Θυροξίνη ή Τετραϊοωδοθυρονίνη | Ορμόνη που παράγεται από τα θηλακιώδη κύτταρα του θυρεοειδή αδένα αλλά και προορμόνη για την παραγωγή της Τ3. |
Thyroxine-binding globulin | TBG | Δεσμευτική σφαιρίνη θυροξίνης | Πρωτεΐνη που είναι συνδεδεμένη με την ορμόνη Τ4 όταν αυτή βρίσκεται στην κυκλοφορία του αίματος. |
Thyroxine-binding prealbumin | TBPA | Προαλβουμίνη που δεσμεύει τη θυροξίνη | Πρωτεϊνη που δεσμεύει και μεταφέρει τις θυρεοειδικές ορμόνες στην κυκλοφορία του αίματος. |
Time-resolved fluorescence immunoassay | TR-FIA | Mέθοδος χρονικά διαχωριζομένου φθορισμού | |
Tingling | Μυρμήγκιασμα | Είδος μουδιάσματος που οφείλεται σε κυκλοφοριακό ή νευρικό πρόβλημα. | |
Tip | Ρύγχος | Εξάρτημα πιπέτας που προσαρμόζει στο εμπρός της τμήμα και συγκεντρώνει τις αναρροφώμενες ποσότητες | |
Tissue | Ιστός | Σύνολο ομοειδών μορφολογικά κυττάρων που επιτελούν την ίδια λειτουργία. | |
Titanium | Ti | Τιτάνιο | Το όνομα οφείλεται στους μυθικούς Τίτανες, με αφορμή την εξαιρετική αντοχή του μετάλλου. |
Titration | Τιτλοδότηση | Αναζήτηση τίτλων ή περιεκτκότητας κάποιου διαλύματος. | |
TMB | ΤΜΒ | Τετραμεθυλοβενζιδίνη | Φωσφορίζων χρωστική ανοσοενζυμικών προσδιορισμών. |
TMRITC | TMRITC | Iσοθειοκυανική τετραμεθυλοροδαμίνη | Πορτοκαλί φθορίζουσα χρωστική που χρησιμοποιείται σε προσδιορισμούς έμμεσου ανοσοφθορισμού. |
Toluene | PhMe | Τολουόλιο | Οργανική καρκινογόνος ένωση, ιδιαίτερα τοξική για το νευρικό σύστημα με μοριακό τύπο C7H8 |
Tonsillitis | Αμυγδαλίτιδα | Φλεγνονή του λεμφικού ιστού του φάρυγγα. | |
Tonsils | Αμυγδαλές | Αδένες οι οποίοι βοηθούν το ανοσοποιητικό σύστημα στην άμυνα του οργανισμού | |
Tophi | Τόφοι | Εναπόθεση κρυστάλλων ουρικού οξέος σε άτομα με μακροχρόνια υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα. | |
Torticollis | Ραιβόκρανο | Άκαμπτος λαιμός που συνδέεται με μυϊκό σπασμό, προκαλώντας σύσπαση πλευρικής κάμψης του μυϊκού συστήματος των αυχενικών σπονδύλων. | |
Total blood count | TBC/CBC | Γενική αίματος | Eξέταση που περιλαμβάνει την μέτρηση της ερυθράς σειράς, της λευκής σειράς ,των αιμοπεταλίων και των δεικτών τους. |
Total Sperm Count | Ο συνολικός αριθμός σπερματοζωαρίων | To γινόμενο όγκου σπέρματος και συγκέντρωσης σπερματοζωαρίων. | |
Toxic megacolon | Τοξικό μεγάκολο | Σοβαρή επιπλοκή της κολίτιδας στην οποία τμήμα του παχέος εντέρου ουσιαστικά παραλύει, τα περιεχόμενο του δεν μπορεί να περάσει από αυτό, συσσωρεύεται με αποτέλεσμα να προκαλείται διάταση του παχέος εντέρου. | |
Toxicity | Tοξικότητα | Ιδιότητα μιας ουσίας να προκαλεί τοξικές αντιδράσεις (δηλητηριάσεις). | |
Toxinemia | Τοξιναιμία | Δηλητηρίαση του αίματος από τοξικά. | |
Toxins | Τοξίνες | Χημικές ουσίες πρωτεΪνικής σύστασης που προκαλούν βλάβες στον οργανισμό. | |
Toxoplasmosis | Τοξοπλάσμωση | Είναι μια ασθένεια που προκαλείται από το πρωτόζωο τοξόπλασμα που μεταδίδεται στον άνθρωπο από τα κατοικίδια ζώα. | |
Trace | Ίχνη | Απάντηση ποιοτικών δοκιμασιών όταν υπάρχει πολύ μικρή ποσότητα. | |
Tracer | Ιχνηθέτης | Ουσία που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση βιομορίων στην ιστοχημεία, ανοσολογία, κλινική χημεία | |
Tracer | Ιχνηθέτης | Ουσία που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση βιομορίων στην ιστοχημεία, ανοσολογία, κλινική χημεία | |
Transaminase | Τρανσαμινάση | Oμάδα ενζύμων που παράγονται στο ήπαρ. | |
Transcription | Μεταγραφή | Πρώτο στάδιο γονιδιακής έκφρασης δημιουργίας μορίου RNA με χρήση αλυσίδας DNA ως πρότυπο. | |
Transferrin | Tf | Τρανφερρίνη | Σιδηροδεσμευτική γλυκοπρωτεΐνη του πλάσματος που ελέγχει τα επίπεδα του σιδήρου στα βιολογικά υγρά. |
Transferrin Receptor | TfR | Υποδοχέας Τρανφερρίνης | Πρωτεΐνη μεταφοράς της τρανσφερρίνης απαραίτητη για την είσοδο του σιδήρου στα κύτταρα. |
Transplatation | Μεταμόσχευση | Εγχείρηση κατά την οποία υγιή όργανα, ιστοί ή κύτταρα μεταφέρονται από ένα νεκρό ή ζωντανό δότη σε έναν χρονίως πάσχοντα άνθρωπο με σκοπό την αποκατάσταση της λειτουργίας των οργάνων του | |
Transthoracic needle aspiration | TNA | Διαθωρακική αναρρόφηση | Μέθοδος για τη λήψη δείγματος από το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα. |
Transtracheal aspiration | TA | Διατραχειακή αναρρόφηση | Μέθοδος για τη λήψη δείγματος από το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα. |
Trasverse myelitis | Εγκάρσια μυελίτιδα | Νόσος αγνώστου αιτιολογίας, η οποία εκδηλώνει αλλοιώσεις εντός του νωτιαίου μυελoύ. | |
Travelers' Diseases | Ασθένειες ταξιδιωτών | Ευρύ φάσμα βακτηριακών,ιογενών,μυκητισιακών,παρασιτικών λοιμώξεων που προσβάλλουν ταξιδιώτες. | |
Treatment | Θεραπεία | Μέτρα που λαμβάνονται μετά απο μια παθολογική κατάσταση με στόχο την καλυτέρευση της υγείας του ατόμου. | |
Tremor | Σπασμός | Μία ακούσια, κάπως ρυθμική, μυϊκή σύσπαση και χαλάρωση από ένα ή περισσότερα μέρη του σώματος. | |
Treponema | Σπειροχαίτη | Γένος βακτηρίων με σπειροειδές σχήμα, κινητό μέσω ελικοειδών κινήσεων. | |
Trial Mantou | Δοκιμασία Μαντού | Με τη δοκιμασία διαπιστώνεται εάν το άτομο έχει μολυνθεί από το μικρόβιο της φυματίωσης. | |
Trichomonad | Τριχομονάδα | Ομάδα μονοκύτταρων κινούμενων μικροσκοπικών παρασίτων. | |
Trichomoniasis | Τριχομονάδωση | Σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια και προκαλείται από το μονοκύτταρο πρωτοζωικό παράσιτο T. vaginalis. | |
Triglycerides | TG, TRIG | Τριγλυκερίδια | Μορφή λίπους και αποτελεί μια σημαντική πηγή ενέργειας για το σώμα. |
Trinucleotide | Τρινουκλεοτίδιο | Τρία νουκλεοτίδια ενωμένα με ομοιοπολικό δεσμο.Το νουκλεοτίδιο είναι η βασική μονάδα των νουκλεικών οξέων. | |
Triodothyronine | T3 | Τριιωδοθυρονίνη | Ορμόνη του θυρεοειδούς. |
Triphosphate Adenosine | ATP | Τριφωσφορική Αδενοσίνη | Τριφωσφορικό νουκλεοσίδιο, το οποίο χρησιμοποιείται από τα κύτταρα ως συνένζυμο. |
Trisomy 21 | Τρισωμία 21 | Χρωμοσωμική ανωμαλία με παρεκκλίσεις στη σωματική διάπλαση,την νοητική ανάπτυξη και την ψυχοκοινωνική εξέλιξη. | |
Troponin | I | Τροπονίνη | Οικογένεια πρωτεϊνών που ανευρίσκεται σε μυο-σκελετικά και μυο-καρδιακά ινίδια. |
Trypsin | Θρυψίνη | Πρωτεολυτικό ένζυμο που ανιχνεύται στα κόπρανα. | |
Trypsinogen | Θρυψινογόνο | Αδρανής μορφή του ενζύμου θρυψίνη. | |
Tuberculin test | Φυματινοαντίδραση | Δερματική αντίδραση προς το αντιγόνο του μικροβίου της φυματίωσης. | |
Tuberculosis | MTB or TB | Φυματίωση | Λοιμώδης νόσος που προκαλείται από διάφορα στελέχη μυκοβακτηριδίων. |
Tularemia | Τουλαραιμία | Οξέια λοιμώδης νόσος που προκαλείται από τον Francisella tularensis. | |
Tumor | Όγκος | Μία μάζα που προκύπτει από τον ανεξέλγκτο πολλαπλασιασμό νεοπλασματικών κυττάρων. | |
Tumor burden | Φορτίο όγκου | Η συνολική μάζα του ιστού του όγκου που φέρει ένα άτομο με καρκίνο. | |
Tumor infiltrating lymfocytes | Ογκοδιεισδυτικά λεμφοκύτταρα | Πρόκειται για λεμφοκύτταρα τα οποία μεταναστεύουν και επιτίθονται στον όγκο. | |
Tumor markers | Καρκινικοί δείκτες | Ουσίες που παράγονται και εκκρίνονται από τα κακοήθη κύτταρα στο αίμα ή και σε άλλα βιολογικά υγρά ασθενών με καρκίνο. | |
Tumor necrosis factor | TNF | Παράγοντας νέκρωσης όγκου | Κυτταροκίνη που απελευθερώνεται από κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος και βοηθά στην ρύθμιση της ανοσολογικής απόκρισης καθώς και ορισμένων αιμοποιητικών λειτουργιών. |
Tumor suppressor gene | Ογκοκατασταλτικό γονίδιο | Είναι ένα γονίδιο το οποίο προστατεύει το κύτταρο ένα βήμα πρίν να γίνει καρκινικό. | |
Turbid | Θολός | π.χ. θολή όψη ούρων | |
Turbidimetry | Θολωσιμετρία | Οπτική μέθοδος προσδιορισμού πρωτεινών σε βιολογικά υγρά. | |
Turbidy | Θολερότητα | Η αύξηση της συγκέντρωσης των διαλυμένων ουσιών σε ένα διάλυμα οι οποίες λόγου όγκου προκαλούν μείωση της ορατότητας μέσω του διαλύματος. | |
Turn Around Time | TAT | Χρόνος ολοκλήρωσης εξέτασης | Ο χρόνος που μεσολαβεί από την δειγματοληψία μέχρι την απόδοση της απάντησης. |
Typhoid fever | Τυφοειδής πυρετός | Λοίμωξη μεταδιδόμενη με τα κόπρανα ατόμου, τα οποία περιέχουν το βακτήριο Salmonella enterica enterica, serovar Typhi. | |
Tyrosine | Τυροσίνη | Αμινοξύ που ανιχνεύεται με τη μορφή κρυστάλλων στο ίζημα των ούρων. | |
Tyroxine binding globulin | TBG | Δεσμευτική σφαιρίνη της θυροξίνης | Πρωτεϊνη που δεσμεύει και μεταφέρει τις θυρεοειδικές ορμόνες στην κυκλοφορία του αίματος. |
Τελευταία ενημέρωση: Σάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015