Ulcer   Έλκος Διάτρηση του βλεννογόνου που επενδύει τα όργανα του πεπτικού συστήματος.
Ulcerative colitis UC Eλκώδης κολίτιδα Αυτοάνοση φλεγμονώδης πάθηση που προσβάλει το βλεννογόνο του παχέος εντέρου.
Ultra Supercooling  USC Tαχύτατη πτώση του σημείου τήξεως  Μέθοδος μέτρησης της ωσμωτικότητας βιολογικών υγρών.
Ultrasound scan   Υπερηχογράφημα  Τεχνική απεικόνισης των εσωτερικών οργάνων του ανθρώπινου σώματος που χρησιμοποιείται στην ιατρική. 
Ultraviolet light UV Υπεριώδεις ακτίνες Ακτίνες φωτός με μήκος κύματος στο κενό μεταξύ 60 και 380 νανόμετρα.
Ultraviolet radiation UV Υπεριώδης ακτινοβολία Η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία με μήκος κύματος 60 έως 380 νανόμετρα, χρησιμοποιείται για την αποστείρωση αντικειμένων ιατρικής χρήσης.
Unconsciousness   Αναισθησία Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη μηχανική διακοπή της αισθητικής λειτουργίας του οργανισμού.
Undergo   Υποβάλλομαι Δέχομαι κάποια ενέργεια, υφίσταμαι.
Underlying condition   Υποβόσκουσα παθολογική κατάσταση Παθολογική κατάσταση που δεν ανιχνεύεται άμεσα και επιδεινώνει τα συμπτώματα της ανιχνεύσιμης παθολογικής κατάστασης.
Universal blood donor    Kαθολικός αιμοδότης αίματος Ο καθολικός αιμοδότης είναι κάποιος που έχει ένα τύπο αίματος Ο και είναι Rh αρνητικός. 
Unsaturated solution   Ακόρεστο διάλυμα Διάλυμα που δεν επιτρέπει τη διατήρηση της διαλυμένης ουσίας σε διαλυμένη μορφή η οποία καταπίπτει ως ίζημα.
Unspun urine   Αφυγοκέντρητα ούρα Ούρα στα οποία δεν έχει γίνει ο διαχωρισμός των στερεών συστατικών τους.
Unstained cells   Άβαφα κύτταρα Κύτταρα που δεν έχουν χρωματιστεί από το διάλυμα της χρωστικής.
Uracile U Ουρακίλη Αζωτούχος βάση (πυριμιδίνη) που συμμετέχει στη δομή του νουκλεικού οξέος RNA.
Urarthritis   Ουρική αρθρίτιδα  Φλεγμονώδη αρθροπάθεια που οφείλεται στην κατακρήμνιση κρυστάλλων στον αρθρικό υμένα και σε άλλους αρθρικούς ή περιαρθρικούς ιστούς.
Urate   Ουρικό άλας Τα ουρικά άλατα παρατηρούνται ως νέφος μικροσκοπικών κρυστάλλων σε όξινα ούρα.
Urea    Ουρία  Το κύριο αζωτούχο τελικό προιόν από τον μεταβολισμό των πρωτεϊνών.
Urea breath test UBT Δοκιμασία αναπνοής ουρίας Μη επεμβατική μέθοδος για την ανίχνευση του ελικοβαλτηριδίου του πυλωρού (Helicobacter pyloris).
Urea cycle   Κύκλος της ουρίας Βιοχημικές αντιδράσεις που παράγουν ουρία από αμμωνία σε οργανισμούς.
Uremia   Ουραιμία  Αυξημένη συγκέντρωση ούρας στο αίμα.
Ureteritis   Ουρηθρίτιδα Φλεγμονή του ουρητήρα από λοίμωξη ή λίθο.
Urethra   Oυρήθρα Σωλήνας μέσω του οποίου περνά τα ούρα από την ουροδόχο κύστη προς το εξωτερικό του σώματος 
Urethral orifice   Στόμιο ουρήθρας Το έσω και έξω στόμιο της ουρήθρας.
Urianalysis   Γενική εξέταση ούρων  Η εξέταση των ούρων που περιλαμβάνει τον προσδιορισμό των φυσικών, χημικών και μικροσκοπικών χαρακτήρων τους.
Uric Acid UA Ουρικό οξύ  Το κύριο προιόν καταβολισμού των νουκλεοτιδίων που περιέχουν πουρίνες (αδενοσίνη, γουανοσίνη).
Uricase   Ουρικάση  Ένζυμο των υπεροξυσωμάτων, το οποίο καταλύει την οξείδωση του ουρικού οξέος προς αλλαντοΐνη, με ταυτόχρονη απελευθέρωση διοξειδίου του άνθρακα και υπεροξειδίου του υδρογόνου. 
Urinary bladder   Ουροδόχος κύστη Κοίλο μυώδες όργανο που βρίσκεται στην ελάσσονα πύελο κάτω από την ηβική σύμφυση.
Urinary calculus   Λίθος ουροποιητικού Η παρουσία λίθου σε οποιαδήποτε σημείο του ουροποιητικού συστήματος
Urinary hesistancy   Δυσουρία  Παθολογική κατάσταση κατά την οποία η ούρηση καθίσταται επώδυνη.
Urinary incontinence   Ακράτεια ούρων  Η ακούσια αποβολή των ούρων όταν το άτομο δεν μπορεί να ελέγξει τους σφιγκτήρες του.
Urinary output   Όγκος ούρων 24ώρου  Ο όγκος των ούρων που αποβάλλεται φυσιολογικά μέσα στη μέρα.
Urinary tract    Ουροποιητικό σύστημα Σύστημα παραγωγής και απέκκρισης των ούρων από τον οργανισμό
Urinary tube   Ουροφόρο σωληνάριο Απεκκριτικό όργανο των νεφρών.
Urine   Ούρα Ο ο τελευταίος προς τα μέσα χιτώνας του βολβού του ματιού, που περιέχει τα αισθητικά κύτταρα της όρασης, τα οποία συνάπτονται με τις ίνες του οπτικού νεύρου.
Urine analyzers   Αναλυτές ούρων Αυτόματα μηχανήματα (αναλυτές) εκτέλεσης της γενικής εξέτασης ούρων.
Urine culture   Ουροκαλλιέργεια  Η καλλιέργεια ούρων σε κατάλληλα θρεπτικά υλικά για την ανάπτυξη μικροοργανισμών.
Urine dipstrick    Ταινία εξέτασης ούρων Ταινία που περιέχει αντιδραστήριες επιφάνειες κατάλληλες για τις βιοχημικές εξετάσεις των ούρων.
Urine sample   Δείγμα ούρων Ποσότητα ούρων σε αποστειρωμένο δοχείο για την προσκόμηση στο εργαστήριο.
Urine strips    Τανία εξέτασης ούρων Ταινία που περιέχει αντιδραστήριες επιφάνειες κατάλληλες για τις βιοχημικές εξετάσεις των ούρων.
Urine Track Infection  UTI Oυρολοίμωξη Eτερογενής ομάδα παθολογικών καταστάσεων που κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η ανάπτυξη μικροβίων στην ουροφόρο οδό. 
Urobilinogen   Ουροχολινογόνο Παράγωγο της αιμοσφαιρίνης που ανιχνεύεται στη ταινία των ούρων.
Urobininuria   Ουροχολινουρία  Η αυξημένη ποσότητα ουροχολινογόνου στα ούρα.
Urolithiasis   Ουρολιθίαση Εμφάνιση λίθων σε οποιοδήποτε σημείο του ουροποιητικού συστήματος.
Urostomy   Ουροστομία Χειρουργικό άνοιγμα στα τοιχώματα της κοιλίας, που επιτρέπει στα ούρα να ρέουν έξω  απο το σώμα αφού έχει αφαιρεθεί η κύστη.
Uterine   Μήτρα Ένα από τα εσωτέρικα γεννητικά όργανα του γυναικίου αναπαραγωγικού συστήματος.

 

Τελευταία ενημέρωσηΣάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015